Αναλογιζόμενος τις εξελίξεις στο κυπριακό και αφού τονίσω ότι η βασική αιτία του προβλήματος μας είναι η κακοπιστία της Τουρκίας και οι επιδιώξεις της έναντι της Κύπρου νιώθω την ανάγκη να επισημάνω  ορισμένα λάθη μας στην όλη πορεία του κυπριακού.

Καταρχήν ξεκινήσαμε εσφαλμένα, χωρίς ικανούς πολιτικούς και σωστή πολιτική. Καθοριστική ήταν εξ αρχής η θέση της λεγόμενης Εθναρχίας την αρχηγία της οποίας είχε η εκκλησία και πιο συγκεκριμένα ο Αρχιεπίσκοπος. Από την εποχή της τουρκοκρατίας η εκκλησία επιδίωκε την ένωση με την εθνική μητρόπολη. Κατανοητή επιδίωξης. Λάθος όμως ο χειρισμός από Ιερείς οι οποίοι στερούντο γνώσεις διεθνούς διπλωματίας και διεθνούς δραστηριότητας.

Η προώθησης ενός σκοπού όσο ευγενής και δίκαιος και αν είναι πρέπει να γίνεται στον κατάλληλο χρόνο έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και πρέπει να γίνεται από τους κατάλληλους ανθρώπους. Ένας Αρχιεπίσκοπος δεν είναι  κατάλληλος να αντιλαμβάνεται αυτές τις προϋποθέσεις έχοντας υπόψη ότι η προϊστορία των Ιερωμένων γενικά  ξεκινά από μια απομόνωση σε κελιά με έλλειψη σχετικών γνώσεων. Νοιώθουν μεν με πάθος και αγνότητα την επιδίωξη της αγάπης του λαού να ενωθεί με την Ελλάδα, δεν γνωρίζουν όμως πώς και πότε να την προωθήσουν.

Θεωρώ ορθό να ξεκινήσω από την εποχή της Αγγλοκρατίας που τέλοσπαντων άρχισε να αναπτύσσεται ένας διεθνής πολιτισμός και να προωθούνται ορισμένες αξίες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ελευθερία των λαών.   Ξεκινήσαμε άκαιρα με προσφυγή στον ΟΗΕ αντίθετα με τις σοφές συμβουλές Ελλήνων πολιτικών  και αποτύχαμε. Πέραν τούτου οφείλαμε να μελετήσουμε την στρατηγική μας σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, για παράδειγμα την απελευθέρωση των αποικιών. Εδώ τονίζω ότι ο στόχος μας όφειλε να είναι η απελευθέρωσης και μόνον. Η ένωση, σωστή μεν ως πατριωτικό συναίσθημα αλλά ως ανοικτή επιδίωξη  μας έφερνε αντίθετους με διάφορους διεθνείς παράγοντες και άλλους λαούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να συγκινηθούν με την έννοια της ένωσης. Μπορούσαν όμως να αντιληφθούν και να συμπορευθούν μαζί μας αν περιοριζόμασταν να απαιτούμε ανοιχτά την απελευθέρωση. 

Παραταύτα επιμέναμε σε ένωση και μόνο ένωση.  Μετά την ελευθερία   η ένωση μπορούσε να ακολουθήσει. Θα έπρεπε να συνεργαστούμε με όσους λαούς ήταν θύματα της αγγλικής αποικιοκρατίας και απελευθερώνονταν το ένα μετα το άλλο. Νομίζω ότι εδώ αν είχαμε πολιτικούς και όχι κυρίως Ιερείς  ίσως να  τα καταφέρναμε. Αντί τούτου η επιμονή στον  πατριωτικό σκοπό της ένωσης μας απομάκρυνε από την διεθνή αντίληψη  της απελευθέρωσης. Και άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ τον οποίο πολύ σέβομαι  για την θυσία των πατριωτών μας αλλά τελικά μας έφερε κακά και απέτυχε τον σκοπό του. Μας έφερε σταδιακά την Τουρκία ως ενδιαφερόμενο μέρος του αγώνα μας χωρίς  αποτελεσματική συμπαράσταση από την μητέρα Ελλάδα. Μας έφερε  μωροφιλόδοξους ‘’σκληρούς  άξεστους και αμόρφωτους’’ (όπως περιγράφουν άλλοι)  τομεάρχες συνεργάτες της εξουσίας στην αρένα με πολίτικες φιλοδοξίες, όπως επιβεβαιώνεται και αργότερα,

Δεν υποβιβάζαμε όμως την σημαία μας έστω σαν μέρος της στρατηγικής μας  και φοβούμαστε να συνδιαλλαγούμε με τις προτάσεις των Άγγλων που σταδιακά θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε την ελευθερία μας. Παράδειγμα λάθους η απόρριψης από τον Αρχιεπίσκοπο των προτάσεων Χάρτινγκ.

Ακολούθησε η πιο σημαντική αλλά και καταστροφική κατά την γνώμη μου εξέλιξη: οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με πρωταγωνιστές τον πρωθυπουργό της Ελλάδας κ. Καραμανλή και τον υπουργό του κ. Αβέρωφ και την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας. Και όπως φαίνεται από τα γεγονότα οι συμφωνίες έγιναν ενώ ενημερωνόταν και συμφωνούσε ο Μακάριος ο οποίος ήταν στην Αθήνα όχι μαζί με κανέναν συνταγματολόγο ή πολιτικό της Κύπρου αλλά με έναν άσχετο ιδιώτη για συνεργάτη. Υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν τις συμφωνίες αυτές ότι πρόσφεραν την ευκαιρία με μια καλή θέληση των 2 κοινοτήτων στην Κύπρο να λειτουργήσει το κράτος.

Προσωπικά πιστεύω ότι αγνοούν τα δεδομένα δηλαδή ότι οι 2 κοινότητες δεν εγκατέλειψαν τους στόχους τους. Δηλαδή η ελληνική την ένωση και οι Τούρκοι την διχοτόμηση και δεν πείθουν πως είναι δυνατόν να εξαλειφθούν αυτά απλώς με ευχολόγια. Εξάλλου οι ίδιες οι συμφωνίες ήταν τόσον άδικες και συνταγματικώς λανθασμένες που αντί να ενώνουν τις 2 κοινότητες θεσμοποιούσαν επ’ άπειρον τον διαχωρισμό των 2 κοινοτήτων*.  Οι συμφωνίες έγιναν για βοηθήσουν φιλία και συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας, όχι για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στην Κύπρο. Κακώς τις δέχθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος και δικαιολογημένα οι Ε/Κ αισθάνονταν πολύ αδικημένοι. Γι’ αυτό ο Αρχιεπίσκοπος ως Πρόεδρος του νέου κράτους έκανε προτάσεις το 1963 για τροποποιήσεις ορισμένων προβληματικών και αδίκων προνοιών. 

Αυτό  όμως ήταν λάθος. Το πρόβλημα δεν έγκειτο στο περιεχόμενο των προτάσεων, αλλά στο γεγονός ότι οι περιβάλλουσες στο θέμα προϋποθέσεις δεν υπήρχαν δεδομένου ότι οι συμφωνίες είχαν υπογραφεί πρόσφατα, η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν εναντίον των προτάσεων τροποποιήσεων όπως και οι Τ/Κ. Μπορεί ένας να προβάλλει το δίκαιο του αλλά να προσκρούει σε πολλούς παράγοντες έτσι που να καταλήγει σε ανυπέρβλητο πρόβλημα. Εξού και οι συνέπειες των 13 λεγομένων σημείων τροποποίησης του Συντάγματος οδήγησαν σε απόσυρση των Τ/Κ από την κυβέρνηση και σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Οι προτάσεις λοιπόν ήταν ακόμη ένα λάθος τακτικής.

Η κατάστασης παρέμεινε η ίδια με χωρισμένους τους Έλληνες από τους Τούρκους οι οποίοι σταδιακώς ετοίμασαν έναν χώρο ως δικό τους κράτος μέσα στην Κύπρο με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των δύο κοινοτήτων να γίνει πιο έντονη και αγεφύρωτη. Στην συνέχεια υπήρξε κάθοδος στην Κύπρο Ελλήνων στρατιωτικών που επιδίωκαν την πτώση του Αρχιεπισκόπου με την φυσική του εξόντωση και σε κάποιο βαθμό συνεργάζονταν και με ντόπιους εχθρούς του. Το 1971 δημιουργήθηκε η εγκληματική οργάνωση ΕΟΚΑ Β για να προωθήσει όπως διακήρυξε αφελώς την ένωση με την Ελλάδα και προέβη σε εγκληματικές πράξεις περιλαμβανομένων  δολοφονιών Ελλήνων και επιδίωξη αφανισμού του Αρχιεπισκόπου Προέδρου του κράτους. 

Αυτή η εγκληματική  και βλακώδης εξέλιξη ήταν τερατώδες λάθος.  Η κατάσταση έγινε εκτός ελέγχου με αποκορύφωμα το πραξικόπημά του 1974 που ήταν η τραγική καταστροφή που έπληξε την Κύπρο. Αυτό ήταν επόμενο να συμβεί αφού όλα τα δεδομένα υπήρχαν δηλαδή η Χούντα στην Ελλάδα με εκπροσώπους στην Κύπρο που μισούσαν τον Αρχιεπίσκοπο και η αδυναμία του ιδίου και της κυβέρνησης του να τους πατάξουν.   Οι πραξικοπηματίες και οι ανόητοι συνεργάτες τους στην Κύπρο κατέστρεψαν κάθε ελπίδα θετικής εξέλιξης στο πρόβλημα.

Οι συνέπειες αυτής  της κατάστασης συνεχίζονται μέχρι σήμερα με την  διατήρηση της τουρκικής κατοχής, την προσφυγοποίηση χιλιάδων Ελλήνων με αγνοούμενους μας και άλλα. Με τα σημερινά δεδομένα δεν βλέπω δυνατότητα δημιουργίας ενός κράτους δικαίου αφού στο μεταξύ η λανθασμένη πολιτική της κυβέρνησης είναι η λύσης της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που θα χωρίζει εσαεί της δύο κοινότητες και θα ανοίγει τον δρόμο στην τούρκικη περιφέρεια να αυξάνονται οι Τούρκοι και να προωθείται η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.  Η ίδια πολιτική συνεχίζεται παρά την κακοπιστία της Τουρκίας που μας δίνει την ευκαιρία αλλαγής γραμμής.

Υ.Γ. Επ΄ευκαιρία αισθάνομαι την ανάγκη να αναφέρω αυτά που γράφει ο φίλος συγγραφέας Νίκος Χαραλάμπους για την εσωτερική πολιτική του Αρχιεπισκόπου μετα τις συμφωνίες. «Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός στελεχώθηκε από άτομα, κατά το πλείστο, ανεπαρκή, που είχαν μόνο την ιδιότητα του «αγωνιστή».

Μερικοί που πήραν και ηγετικές και, δη, υπουργικές θέσεις. Ήταν αγράμματοι και άξεστοι. Άλλοι, ήταν νεαροί και άπειροι δικηγόροι…..Υπήρξαμε, τότε, μάρτυρες ενός ευρείας έκτασης «βολέματος» των ημετέρων…Δεν είχε σημασία πόσα ξέρεις, αλλά ποιον ξέρεις.» (Βιβλίο: Ο κατήφορος σελ. 149)