Από το 1974, όλες οι κυπριακές κυβερνήσεις αναζήτησαν δίκαιη και βιώσιμη-λειτουργική λύση του κυπριακού στη βάση της αποκατάστασης της κυριαρχίας και της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μεγάλο κενό σ’ αυτή την προσπάθεια ήταν ότι ουδέποτε έγινε κατορθωτό να γίνουν συνομιλίες με την Τουρκία, αλλά με το υποτελές σε αυτή κατοχικό μόρφωμα. Στην προσπάθεια αυτή υπήρξε μια σταθερή διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις και απαιτήσεις, προκειμένου να αρθούν τα αδιέξοδα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τουναντίον, η αλυσιτελής αυτή διαδικασία διαιώνισε τα κατοχικά δεδομένα και τα τετελεσμένα της εισβολής. Η εμπειρία των πενήντα χρόνων από την εισβολή, έχει αναδείξει τα δύο μεγάλα ελλείμματα της ελληνικής πλευράς κατά τη διαχείριση και προσπάθεια λύσης του κυπριακού.

Το πρώτο έχει να κάνει με την απουσία διορατικότητας και πολλές φορές της κοινής λογικής, ενώ πολλές από τις ενέργειες γίνονται ή αποφασίζονται παρορμητικά και χωρίς ανάλυση των δεδομένων ή των ενδεχομένων συνεπειών μιας πράξης ή μιας δήλωσης. Αυτή η εν πολλοίς ερασιτεχνική πολιτική έχει να κάνει και με την έλλειψη ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής στο κυπριακό. Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η αδυναμία πρόσληψης και κατανόησης, πόσω δε μάλλον αξιοποίησης, των εμπλεκομένων συμφερόντων της περιοχής και του διεθνούς περιβάλλοντος του κυπριακού, το οποίο δεν είναι απλώς μια διαφορά μεταξύ Κυπρίων διαφορετικής εθνικής ή θρησκευτικής ή γλωσσικής ταυτότητας, δηλαδή μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.

Ένα δεύτερο έλλειμμα είναι η αδυναμία σύλληψης της ουσίας του κυπριακού και των στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο. Δεν φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό το τι αναζητεί η Τουρκία στην Κύπρο και εάν πράγματι εισέβαλε με σκοπό την διχοτόμηση – ώστε να επεκτείνει την επικράτεια της κατά μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα ή εάν έχει στόχο τον πλήρη έλεγχο και τουρκοποίηση ολόκληρου του νησιού, στα πλαίσια του ρόλου που αναζητεί να έχει στο ρευστό πεδίο των διεθνών σχέσεων και αντιπαλοτήτων. Είναι προφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει το δεύτερο, μέσω λύσης τουρκικών προδιαγραφών, δηλαδή λύσης δύο κρατών τα οποία θα συναποτελούν το υπό εκκόλαψη διχοτομημένο και ανάπηρο, αδύναμο και θνησιγενές κράτος, είτε δηλαδή λύση “Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας” (ΔΔΟ) δύο “συνιστώντων κρατών”, είτε μέσω συνομοσπονδίας, δηλαδή μέσω μιας ιδιότυπης συνεργασίας δύο ισότιμων κυρίαρχων κρατών.

Η από δεκαετίες αποδοχή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς του δικοινοτικού χαρακτήρα της γεωγραφικής Ομοσπονδίας των δύο Ζωνών, δύο δηλαδή εδαφικών περιοχών – μία για κάθε κοινότητα – αποδείχθηκε ( μαζί ασφαλώς με την παρουσία του τουρκικού στρατού στο νησί μας) ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επίλυση του κυπριακού. Το βασικό πρόβλημα έγκειται στην δυσλειτουργία που προνοεί η μορφή και δομή του , υπό εκκόλαψη, “νέου κράτους”, εξ’ αιτίας του δυϊσμού και των αδιεξόδων που η ΔΔΟ ή η Συνομοσπονδία συνεπάγεται.

Η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, επιτρέπουν στην Τουρκία να ασκεί τον έλεγχο του νησιού στο διηνεκές. Δεν υπάρχει , επομένως, λόγος για την Τουρκία να υποχωρήσει και να παραιτηθεί, από τα κατοχικά δεδομένα, όσο ελέγχει – χωρίς οποιοδήποτε κόστος – τόσο γεωπολιτικώς όσο και στρατηγικώς την Κύπρο και όσο δεν κινδυνεύει από την δυνητική ή ενδεχόμενη παρουσία αντίπαλου δέους, που θα μπορούσε να ήταν η Ελλάδα , αν βεβαίως η Αθήνα τολμούσε ποτέ να διεκδικήσει τέτοιο ρόλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία δεν εισέβαλε ούτε για να προσθέσει μερικές εκατοντάδες χιλιομέτρων στην τεράστια εδαφική της επικράτεια, ούτε ασφαλώς για να “σώσει τους Τουρκοκύπριους”, όπως διατείνεται. Κατέχει τη μισή Κύπρο με σκοπό τον πλήρη έλεγχο του νησιού και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, για δύο λόγους: τον έλεγχο των δρόμων της Ενέργειας και την άσκηση πρωταγωνιστικού ρόλου στην Γεωπολιτική της ασφάλειας.

Το εθνικό μας θέμα έχει εγκλωβιστεί επί δεκαετίες σε καινοφανείς ορισμούς και αμφισημίες, οι οποίες αντί να επιλύουν, επιτείνουν την σύγχυση και τα εμπόδια στην κατανόηση των βασικών παραμέτρων του εθνικού μας θέματος.

Τι σημαίνει λ.χ. η ΔΔΟ για την ελληνική πλευρά και τι για την τουρκική; Πώς αντιλαμβάνονται την «ομοσπονδία» οι δύο πλευρές; Ποια η διαφορά μεταξύ “συνιστώντος” ή “παραγώγου” κράτους ή κρατιδίου; Ποιο το περιεχόμενο της «πολιτικής ισότητας» για τους Έλληνες και τι για τους Τούρκους; Τι σημαίνει «κυριαρχική ισότητα» για την οποία εκβιάζουν οι Τούρκοι; Στην πραγματικότητα, υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε όρους, το περιεχόμενο των οποίων καλά – καλά αγνοούμε. Το χειρότερο, εγκλωβιζόμαστε σε αυτούς.

Στο διεθνή στίβο, εκεί δηλαδή που δεν υπάρχει μηχανισμός συμμόρφωσης, εξαναγκασμού ή επιβολής, τις συμφωνίες και τους όρους ερμηνεύει – και επιβάλλει – ο ισχυρός. Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, η Τουρκία επιμένει να ερμηνεύει όπως εξυπηρετεί την ίδια, τους όρους λ.χ. της συνθήκης εγγυήσεως, επιμένοντας ότι η εισβολή ήταν νόμιμη ενέργεια. Η αυθαίρετη ερμηνεία των όρων επομένως ή της οποιασδήποτε συμφωνίας στο κυπριακό από το ισχυρό μέρος, όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά η εμπειρία έχει καταδείξει ότι θα πρέπει μετά βεβαιότητας να αναμένεται. Το ζήτημα είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την ελληνική κυπριακή πλευρά, διότι σε περίπτωση συμφωνίας, οι πρώτοι οι οποίοι θα πρέπει να προχωρήσουν σε ενέργειες και παραχωρήσεις θα είναι οι ελληνοκύπριοι, όπως λ.χ. σε υποκατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας από το νέο «ομοσπονδιακό κράτος» (όπως προέβλεπε το σχέδιο Ανάν), ενώ η επιστροφή εδαφών ή η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων θα γίνει αργότερα. Ποιος εγγυάται ότι η Τουρκία δεν θα υπαναχωρήσει; διότι εάν η Τουρκία δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, η ελληνική κυπριακή πλευρά θα έχει εν τω μεταξύ απωλέσει το μοναδικό, αλλά πολύ δραστικό και ουσιαστικό της πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, που είναι η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ποιος θα εξαναγκάσει την Τουρκία να συμμορφωθεί σε τέτοια περίπτωση; Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα υπάρχει (τουλάχιστον όπως την ξέρουμε), ενώ το νέο «ομοσπονδιακό κράτος» πιθανότατα να μην μπορεί να λειτουργεί λόγω των πρακτικών αδιεξόδων λόγω του δυισμού και των βέτο, τα οποία προβλέπονται σε κάθε σχέδιο συμφωνίας που παρουσιάζεται μετά το 1974.

Εκλιπαρούμε σήμερα την Τουρκία, μέσω του Τατάρ, για συνέχιση των συνομιλιών από το αδιέξοδο στο οποίο αυτές είχαν περιέλθει το 2017. Το πράττουμε τούτο την ίδια στιγμή που η Τουρκία ζητεί και εκβιάζει – προκειμένου να δεχθεί να συνεχίσουν οι συνομιλίες από τον τοίχο του αδιεξόδου – την αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας, δηλαδή την πλήρη κυριαρχία τουτέστιν αυθυπαρξία του ψευδοκράτους.

Στην πενταμερή του Μαρτίου θα συμμετέχουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και οι δύο κοινότητες, στην απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχουμε ουσιαστικά αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει ούτε εισβολέας, αφού η Τουρκία συμμετέχει ως εγγυήτρια δύναμη, ούτε και το θύμα του διεθνούς εγκλήματος της εισβολής και της κατοχής που είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και ο λαός της.

Την Κυπριακή Δημοκρατία έχουν επομένως υποκαταστήσει οι δύο κοινότητες. Αλλά ποιο είναι το ζητούμενο στη συνάντηση του Μαρτίου; Ποια είναι η ατζέντα, η ημερήσια διάταξη; Ποιες είναι οι απαιτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, ποια είναι δηλαδή τα θέλω της Κύπρου στη συνάντηση; Ποιο είναι το όριο των διεκδικήσεων μας, ποιες είναι οι κόκκινες μας γραμμές; Τι άλλο περισσότερο είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε και τι αναμένουμε να πάρουμε δίδοντας;

Θυμίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια προκειμένου να αρθούν τα αδιέξοδα, διολισθαίνουμε προς τις τουρκικές απαιτήσεις. Τι κερδίσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Φθάσαμε στο σημείο να αποδεχθούμε την ύπαρξη του ψευδοκράτους ως το “συνιστόν κρατίδιο” ή “κράτος” (δεν έχει σημασία εξάλλου, μιας και κρατίδιο σημαίνει μικρό κράτος, άρα κράτος). Δεχθήκαμε δηλαδή ότι το αποτέλεσμα της εισβολής και της κατοχής θα αποτελέσει συνιστόν μέρος του νέου ομοσπονδιακού κράτους, σε μία Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αντιληφθήκαμε άραγε ποτέ τι σημαίνει αυτό;. Γιατί εάν ένα κράτος είναι συνιστόν μίας ομοσπονδίας, αυτό σημαίνει ότι είναι κυρίαρχο και αυθύπαρκτο. Από που ως που το ψευδοκράτος να αναγνωρίζεται ως συνιστόν κρατίδιο μίας ομοσπονδίας; Τι θα συμβεί εάν αναγνωρίσουμε και την κυριαρχική ισότητα του;

Τι θα γίνει σε περίπτωση αδιεξόδων; Πώς αποφεύγουμε την απόσχιση; Τι θα συμβεί στην περίπτωση απόσχισης; Θα έχουμε “βελούδινο διαζύγιο” – όπως έγινε στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας – ή την αιματηρή και καταστρεπτική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας;

Τα ερωτήματα αυτά είναι αδυσώπητα και αναπάντητα με τον κυπριακό λαό να παραμένει στην άγνοια και την αμηχανία.

Οι δηλώσεις και οι στόχοι του Προέδρου της Δημοκρατίας και όλων των συν αυτώ, των κομμάτων δηλαδή της συγκυβέρνησης, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, εστιάζουν και περιορίζονται στο αίτημα να ξεκινήσουν οι συνομιλίες πάση θυσία και εάν είναι δυνατόν, από το σημείο που αυτές διακόπηκαν πριν επτά χρόνια. Ως εάν τίποτε να μην έχει μεσολαβήσει όλα αυτά τα χρόνια. Λες και γνωριζουμε ή συμφωνούμε μεταξύ μας ποιο είναι αυτό το σημείο. Ως εάν να γνωρίζουμε πόσα δώσαμε και τι άλλο ζητά η Τουρκία.

Θέλουμε να συνεχίσουμε από τον τοίχο του αδιεξόδου, την ίδια στιγμή που η Τουρκία εκβιάζει – προκειμένου να συζητήσει – την αναγνώριση της κυριαρχίας του ψευδοκράτους. Να συζητήσουμε δηλαδή την κυριαρχία του ψευδοκράτους και των κατεχομένων. Αυτό το οποίο θα υπάρχει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (είτε αυτές συνεχίσουν είτε φτάσουν στο αδιέξοδο) θα είναι το ζήτημα και η απαίτηση των Τούρκων για αναγνώριση κυριαρχίας δύο ίσων κρατών.

Τελικά, ποιος είναι ο στρατηγικός μας στόχος; Πολύ φοβούμαι ότι δεν υπάρχει. Κάποτε μιλούσαμε για “δίκαιη και βιώσιμη και λειτουργική λύση”. Σήμερα περιοριζόμαστε σε “επώδυνη βιώσιμη λύση”, και διερωτάται κάποιος αν λύση άδικη (κατά παράβαση δηλαδή δικαίου) θα μπορεί να είναι βιώσιμη. Αν μπορεί δηλαδή να αντέξει αυτός ο τόπος την παγκόσμια πρωτοτυπία να εφαρμόζει ευφάνταστες μορφές και συνταγές λύσης εις βάρος των βασικών δικαιωμάτων του λαού του.

Θα αποδείξουμε , λέμε, ακόμα μια φορά την “αδιαλλαξία” της Τουρκίας και την ετοιμότητα μας για λύση. Ειλικρινά, τι κερδίσαμε όλα αυτά τα χρόνια του blame game; των ευφάνταστων προτάσεων; Των δώρων και των αντιδώρων; Τι απέδωσε η πολιτική του κατευνασμού; Τι έδωσε η Τουρκία; Ποιες ευκαιρίες χάσαμε για την Κύπρο του μέλλοντος των ίσων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και δημοκρατίας; Καμμιά απολύτως. Το αποκρουστικό πρόσωπο του σχεδίου Ανάν δεν αφήνει αμφιβολία για τα πιο πάνω.

Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ο χρόνος που παρήλθε από την εισβολή, επέτρεψε στην Τουρκία να παγιώσει την κατοχή του 37% του εδάφους και να εδραιώσει τα τετελεσμένα της κατοχής. Η Τουρκία αξιοποιεί την παρέλευση του χρόνου, νομιμοποιεί de facto την κατοχή, επιτείνει τον εποικισμό. Διαγράφοντας κάθε τι το ελληνικό και χριστιανικό, προχωρεί στην τουρκοποίηση και κατά την τελευταία τουλάχιστον 20ετία, στην ισλαμοποίηση των κατεχομένων. Από το 2003, όταν έγιναν γνωστές οι πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, σύμφωνα με τις οποίες οι νόμιμοι ιδιοκτήτες γης, την οποία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν λόγω της εισβολής, δεν θα μπορούσαν να την ανακτήσουν, αν σ’ αυτήν είχε γίνει οικοδομική ανάπτυξη, οι τουρκικές κατοχικές αρχές έχουν επιδοθεί σε ένα πρωτοφανή οικοδομικό όργιο στα κατεχόμενα. Οι Τούρκοι έχουν χτίσει και συνεχίζουν να χτίζουν χιλιάδες οικοδομές, ξεπουλώντας τις ελληνικές περιουσίες σε ξένους (κυρίως Βρετανούς, λοιπούς Ευρωπαίους Ιρανούς, Ρώσους και Ισραηλίτες).

Οι διαπραγματεύσεις, όπως τουλάχιστον γίνονται, του «δούναι και λαβείν» αυτό που καταφέρνουν είναι την πρόσδοση επίφασης νομιμότητας στην υποτελή στην Τουρκία διοίκηση των κατεχομένων. Αυτό, η Τουρκία το επιτυγχάνει με την παρέλευση του χρόνου και την επέκταση και «εμβάθυνση» των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, προκειμένου να «διευκολυνθούν» οι «κυπριακής ιδιοκτησίας συνομιλίες». Ο όρος αυτός, πέραν του ότι είναι εξαιρετικά αδόκιμος, απαλάσσει την Τουρκία και παραπέμπει, πρώτον σε δύο ισότιμες οντότητες, οι οποίες προσπαθούν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ταϊβάν και δεύτερον σε μία σχέση καλής γειτονίας μέσω των ΜΟΕ. Τα οποία τείνουν να υποκαταστήσουν την ίδια τη λύση του κυπριακού. Σχέση λοιπόν “ καλής γειτονίας” , με ένα γείτονα που τα θέλει όλα.

Είναι αυτό το μέλλον μας;