Η τροπή που πήρε ο πόλεμος στην Ουκρανία, από σύγκρουση μεταξύ Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ) και Ρωσίας σε «κοινοπραξία» ΗΠΑ και Ρωσίας, μπορεί να κατανοηθεί αν ανατρέξουμε στο ιστορικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο αυτής της κρίσης, που άρχισε πριν τρία χρόνια με την ρωσική εισβολή.

Γράφτηκαν και λέχθηκαν πολλά για το ποια είναι τα γενεσιουργά αίτια που ώθησαν τη Ρωσία να επιχειρήσει τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Παρατίθεται πιο κάτω μια ιστορική αναδρομή, που κρίνεται  απαραίτητη για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το θέμα που πραγματεύεται το παρόν άρθρο.

Η Ρωσία, ήδη από τον δέκατο όγδοο αιώνα, έχει καταστεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, αρχικά από τον Μεγάλο Πέτρο ο οποίος ίδρυσε τη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1721 και, αργότερα, από τη Μεγάλη Αικατερίνη. Η αχανής της έκταση περιλάμβανε την Ουκρανία, τα Καρπάθια όρη, το μεγαλύτερο μέρος αυτών που σήμερα ξέρουμε ως Βαλτικά κράτη, τον  Καύκασο και τα όριά της ξεκινούσαν από την Αρκτική και έφθαναν μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.

Τον εικοστό αιώνα η κομμουνιστική Ρωσία δημιούργησε τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ). Πίσω από τη ρητορική του συνθήματος «προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε», η ΕΣΣΔ δεν ήταν τίποτε άλλο από τη Ρωσική Αυτοκρατορία σε μεγαλύτερη εκδοχή. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκτεινόταν από τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι το Βερολίνο και από την Αρκτική μέχρι τα σύνορα με το Αφγανιστάν. Ήταν μια υπερδύναμη από οικονομική, πολιτική και στρατιωτική άποψη, την οποία μόνο οι ΗΠΑ μπορούσαν να ανταγωνιστούν.

 Η διάλυση της ΕΣΣΔ χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο Πούτιν ως μια «μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή». (Tim Marshall, Prisoners of Geography (Αιχμάλωτοι της Γεωγραφίας),σ.38). Η ΕΣΣΔ, μετά τη διάλυσή της, χωρίστηκε σε δεκαπέντε χώρες. Μια από αυτές τις χώρες ήταν και η Ουκρανία, που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991.

Την κομμουνιστική Ρωσία διαδέχθηκε, μετα την περίοδο  Γιέλτσιν, η Ρωσία του Πούτιν ο οποίος επέβαλε ένα αυταρχικό καθεστώς. Όμως, παρά τις αντιδημοκρατικές μεθόδους του, ο Πούτιν κατάφερε να βγάλει τη Pωσία από το γιελτσινικό  μετακομμουνιστικό χάος και να την ξανακάνει σεβαστή, ως ισχυρή παγκόσμια δύναμη. Φιλοδοξία του Πούτιν ήταν να διαδεχθεί η Ρωσία τη Σοβιετική Ένωση ως το «αντίπαλο δέος» της Δύσης, πράγμα που ώθησε την τελευταία να λάβει τα μέτρα της.  

Έκτοτε, οι Ρώσοι παρακολουθούσαν με νευρικότητα το ΝΑΤΟ να επεκτείνεται, με αργά αλλά σταθερά βήματα, για να θέσει τη Ρωσία σε ένα ασφυκτικό  κλοιό, ενσωματώνοντας χώρες,  άλλοτε μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, για τις οποίες η Ρωσία ισχυρίζεται ότι της είχε δοθεί η υπόσχεση πως δεν θα γίνονταν μέλη του: Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία το 1999, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία και η Σλοβακία το 2004 και η Αλβανία το 2009. Το ΝΑΤΟ υποστηρίζει ότι δεν είχε δοθεί καμιά τέτοια υπόσχεση. Αρκετές από αυτές τις χώρες έχουν γίνει και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Παρέμεινε η Ουκρανία για την πλήρη απομόνωση της Ρωσίας. Για τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν ήταν πρόβλημα ενόσω  στην εξουσία ήταν η φιλορωσική κυβέρνηση του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς και δεν εκδήλωνε οποιαδήποτε επιθυμία προσχώρησης στους πιο πάνω δυο οργανισμούς. Τον Νοέμβριο του 2013, ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς αρνήθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη Σύνδεσης με την ΕΕ, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν φονικές διαδηλώσεις στο Κίεβο. Μετά τις 16 Ιανουαρίου 2014, τα γεγονότα πήραν βίαιη τροπή. Οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές προχώρησαν σε καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων στο Κίεβο. Στις 22 Φεβρουαρίου, το Ουκρανικό Κοινοβούλιο κήρυξε έκπτωτο τον Πρόεδρο Γιανουκόβιτς, που διέφυγε στη Ρωσία και προκήρυξε προεδρικές εκλογές για τις 25 Μαΐου του 2014. Τον Μάιο του 2014 εξελέγη νέος πρόεδρος ο φιλοδυτικός δισεκατομμυριούχος μεγαλοβιομήχανος και καναλανάρχης Πέτρο Ποροσένκο ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον επόμενο μήνα.

Για τη ρωσική πολιτική ελίτ, η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή. Μια φιλοδυτική Ουκρανία, με φιλοδοξίες να προσχωρήσει στους δυο κύριους δυτικούς συνασπισμού, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ήταν μια πραγματική απειλή.

Η ρωσική αντίδραση εκδηλώθηκε με την προσάρτηση της Κριμαίας, η οποία  ολοκληρώθηκε στις 18 Μαρτίου 2014,  μετά  το δημοψήφισμα στις 16 του ίδιου μήνα στην Κριμαία με το οποίο ζητείτο η επανένταξή της στη Ρωσία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Κριμαία ήταν μέρος της Ρωσίας για δυο αιώνες πριν παραδοθεί στη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας το 1954 από τον τότε Πρόεδρο της ΕΣΣΔ Νικήτα Χρουστσόφ, που ήταν Ουκρανός. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στη Ρωσία ισχύει ένας νόμος που υποχρεώνει την κυβέρνηση να προστατεύει τους «εθνικά Ρώσους». Το 60% του πληθυσμού της Κριμαίας αποτελούνταν από «εθνικά Ρώσους». (Tim Marshall, Prisoners of Geography (ΑιχμάλωτοιτηςΓεωγραφίας),σ.50).

Κανένας δεν έσπευσε σε βοήθεια της Ουκρανίας, που έχανε εδάφη ανάλογα σε έκταση με το Βέλγιο. Η ΕΕ επέβαλε περιορισμένες κυρώσεις, επειδή αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, εξαρτώνται από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές. Ήταν στο χέρι του Κρεμλίνου να ανοίξει ή να κλείσει τις στρόφιγγες.

Στις προεδρικές εκλογές του 2019 εκλέγηκε ο κωμικός ηθοποιός και σεναριογράφος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επικεφαλής του κόμματος «Υπηρέτης του Λαού». Ο Ζελένσκι, ως πρόεδρος, συνέχισε, σε γενικές γραμμές, την πολιτική του Ποροσένκο και διατήρησε τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της Ουκρανίας, επιδιώκοντας την είσοδό της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Οι βλέψεις της Ρωσίας δεν περιορίζονταν στην Κριμαία. Σε μια ομιλία του το 2014, ο πρόεδρος Πούτιν έκανε μια σύντομη αναφορά στη «Novorossiya» (Νέα Ρωσία). Επρόκειτο για ένα γεωγραφικό τίτλο που είχε δοθεί στη σημερινή νότια κα ανατολική Ουκρανία, περιοχές που είχε κερδίσει η Ρωσία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία επί των ημερών της Μεγάλης Αικατερίνης στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Η Αικατερίνη προχώρησε στην εγκατάσταση πολλών Ρώσων σ’ αυτές τις περιοχές και απαίτησε να γίνουν επίσημη γλώσσα τα ρωσικά. Η «Novorossiya» παραχωρήθηκε στη νεοσύστατη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας το 1922. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε ρητορικά ο Πούτιν. «Ας τους κρίνει ο Θεός». Στην ομιλία του, αναφερόμενος στις ουκρανικές περιοχές Χάρκοβο, Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Χερσώνα, Μικολάιβ και Οδησσό,  δήλωσε ότι «η Ρωσία έχασε αυτά τα εδάφη για πολλούς λόγους, αλλά οι λαοί παρέμειναν εκεί». (Tim Marshall, Prisoners of Geography (ΑιχμάλωτοιτηςΓεωγραφίας),σσ. 51, 52).  Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι, μετά τη διαρπαγή της Κριμαίας, η Ρωσία προχώρησε για να πραγματοποιήσει τα επεκτατικά της σχέδια για τις πιο πάνω περιοχές.

Η αξία της Ουκρανίας για την Ρωσία έγκειται στο γεγονός ότι ευρίσκεται στο νοτιοδυτικό μαλακό υπογάστριο αυτής. Εάν η Ουκρανία τελεί υπό δυτική επιρροή, η Ρωσία χάνει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της ερεισμάτων. Στους στρατηγικούς στόχους της Μόσχας συγκαταλέγεται η αποκοπή της Ουκρανίας από τη Μαύρη Θάλασσα και η διεύρυνση της ρωσικής πρόσβασης σε αυτή.

Οι «συμφωνίες προσάρτησης» Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ

Η Ρωσία στοχεύει στην δημιουργία χερσαίου διαδρόμου, για να συνενώσει την Κριμαία, μέσω της Μαριούπολης με τα εδάφη των δυο αυτονομισθεισών «λαϊκών δημοκρατιών» Ντονέτσκ και Λουχάνσκ στην Ανατολική Ουκρανία. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Ρωσία διοργάνωσε στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2022, ακολουθούσα το παράδειγμα του Χίτλερ για την Αυστρία, δημοψηφίσματα στη Χερσώνα, στη Ζαπορίζια, στο Ντανιέτσκ και στο Λουγκάνσκ, τα καταληφθέντα εδάφη των περιοχών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, με το ερώτημα της ένταξης των περιοχών αυτών στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το ίδιο έγινε και με την Κριμαία το 2014. Όπως ανακοινώθηκε από τις φιλορωσικές «αρχές» των περιοχών αυτών, το «ναι» επικράτησε σε ποσοστό πάνω από το 90%. Ακολούθησε η υπογραφή «συμφώνων προσάρτησης» με τις περιοχές όπου διεξήχθησαν τα παράνομα δημοψηφίσματα.  

Η εισβολή της Ρωσίας στις περιοχές αυτές, αποκαλούμενη από την ίδια ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Προηγήθηκε, στις 21 του ίδιου μήνα, η επίσημη αναγνώριση από τη Ρωσία της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» και της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ» ως αυτόνομες πολιτείες του Ντονμπάς.

Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι ο  βασικός λόγος  για  την εισβολή είναι η ασφάλεια της Ρωσίας η οποία απειλείται από την επιδιωκόμενη συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αλλά και η υπεράσπιση των ρωσόφωνων στην Ουκρανία, ειδικά εκείνων στις δύο αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημά τους. Στόχος ήταν η «αποστρατικοποίηση» και η «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας.  

Tο σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο Πούτιν θεωρεί την Ουκρανία και τη Ρωσία αχώριστες, «έναν λαό, ένα ενιαίο σύνολο». Βλέπει την Ουκρανία, όπως και τη Λευκορωσία, ως σημαντική ιστορική κληρονομιά της Ρωσίας, ειδικά με την ύπαρξη ρωσόφωνων πληθυσμών και μειονοτήτων στα εδάφη των δύο χωρών. Το «διάγγελμα» με το οποίο επιχείρησε να δικαιολογήσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», όπως αποκάλεσε την εισβολή σε μια ανεξάρτητη χώρα, είναι αποκαλυπτικό του μεγαλοϊδεατισμού και του σοβινισμού του. Αμφισβήτησε την υπόσταση της Ουκρανίας ως κράτους και των Ουκρανών ως έθνους και χαρακτήρισε την ύπαρξη της Ουκρανία ως ιστορικό λάθος του Λένιν.

Ο Πούτιν υπολόγισε σε μια υποτονική αντίδραση της Δύσης, ανάλογη με εκείνη κατά την εισβολή στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Σχεδίαζε να ήταν μα κεραυνοβόλα επιχείρηση, διάρκειας 3-4 ημερών.

Όμως, αυτή τη φορά, αφυπνίστηκε η Δύση και έσπευσε να αντιδράσει δυναμικά, για να προασπίσει τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα και να εξουδετερώσει τους μεγαλοϊδεαλιστικούς οραματισμούς του Πούτιν. Η ρωσική εισβολή μετατράπηκε, ουσιαστικά, σε σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, έστω και δια αντιπροσώπου. Η τελευταία, προσφέρει αμυντικό εξοπλισμό στους μαχόμενους Ουκρανούς και επιβάλλει πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία. Το κατά τον Μακρόν «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ συνέρχεται από τη χειμερία νάρκη στην οποία είχε περιέλθει.

Ο πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία  είναι ο μεγαλύτερος στην ευρωπαϊκή ήπειρο από το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και έχει επιφέρει τραγικές απώλειες σε ζωές και υποδομές, εκατομμύρια εκτοπισμένων, με ένα τεράστιο κόστος και αλυσιδωτές συνέπειες σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, ως επίσης και γεωπολιτικές αναταράξεις.

Με βάση τα όσα εκτίθενται πιο πάνω, μπορεί ένας να υποστηρίξει ότι τα γενεσιουργά αίτια του λεγόμενου ουκρανικού ζητήματος,  αυτής της, στην ουσία, σύγκρουσης Ρωσίας και Δύσης θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στην ανάγκη της Ρωσίας για διασφάλιση «ζωτικού χώρου», που απειλούταν από τη σχεδιαζόμενη προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η εισβολή, μας προσγείωσε και διάλυσε τις αυταπάτες μας, για ύπαρξη διεθνούς δικαίου και διεθνούς έννομης τάξης.

Η νέα PAX AMERICANA

Η ανάληψη της προεδρίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από τον Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου 2025 και η προεκλογική του δέσμευση ότι θα τερμάτιζε τον πόλεμο, αλλάζει άρδην τα δεδομένα στον πόλεμο και τη γεωπολιτική διάσταση της κρίσης. Φαίνεται πως έχουμε εισέλθει σε μια νέας μορφής αποικιοκρατία, με σκληρούς, άτεγκτους και κυνικούς κανόνες, σε μια νέα PAX AMERICANA, που εκφράζεται με τα αρχικά MAGA (Make America Great Again).  Στην ουσία, παρατηρούμε επανεμφάνιση της αποικιοκρατίας στην αρχική ληστρική της μορφή.

Η μορφή που θα πάρει, τελικά, η νέα εποχή που αναφύεται, είναι δύσκολα προβλεπτή. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της καταστροφής στην Ουκρανία, τις αμφισβητήσεις για τη νομιμοποίηση Ζελένσκι από τις ΗΠΑ για συμμετοχή του σε διαβουλεύσεις, τις διεκδικήσεις της Ρωσίας για τις κατακτηθείσες από την εισβολή περιοχές, τις απαιτήσεις των ΗΠΑ για οικονομικά ανταλλάγματα, ειδικά όσον αφορά την αξιοποίηση των σπάνιων γαιών της Ουκρανίας, μπορούμε να εικάσουμε ως το πιο πιθανό, και τραγικό για τον λαό της Ουκρανίας καθώς και για τη μελλοντική σταθερότητα της Ευρώπης σενάριο, μια συμφωνία που θα συναφθεί εις βάρος τους από δύο εξαιρετικά κυνικούς ηγέτες, οι οποίοι βλέπουν τους αδύναμους ως στόχους προς εκμετάλλευση και τους ισχυρούς ως τους μόνους που δικαιούνται να αποφασίζουν. Επίσης, φαίνεται πως στο νέο διεθνές σύστημα, του οποίου διαμορφωτής είναι και πάλιν οι ΗΠΑ, αντίπαλο δέος της θα πάψει να είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα.

Η τηλεφωνική επαφή του Τραμπ με τον πρόεδρο της Ρωσίας στις 12 Φεβρουαρίου, οι συνομιλίες σε ανώτατο επίπεδο στη Σαουδική Αραβία που ακολούθησαν και οι πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις από πλευράς αμερικανικής κυβέρνησης, εξαιρώντας, ουσιαστικά, την ίδια την Ουκρανία από την συμμετοχή τους στις διαβουλεύσεις για κατάπαυση του πυρός αλλά και επιβάλλοντας αντισταθμίσματα οικονομικής φύσεως για την βοήθεια που έχουν παράσχει οι ΗΠΑ μέχρι στιγμής στην Ουκρανία, οριοθετούν την αβεβαιότητα που υπάρχει όσον αφορά στο μέλλον της χώρας.

Τα αποτελέσματα της συνάντησης της Τρίτης, 18 Φεβρουαρίου  στο Ριάντ υπογραμμίζουν ότι το Ουκρανικό αντιμετωπίζεται στις ευρύτερες συνομιλίες των δυο Υπερδυνάμεων  όχι ως το κύριο θέμα τους. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρούμπιο δήλωσε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποκαταστήσουν τους διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς και να σχηματίσουν διαπραγματευτικές ομάδες για να αρχίσουν να συζητούν για την Ουκρανία, τονίζοντας τις «απίστευτες ευκαιρίες που υπάρχουν για συνεργασία με τους Ρώσους, γεωπολιτικά σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ειλικρινά, οικονομικά» που θα δημιουργούσε ο τερματισμός του πολέμου.

Ενδεικτική της νέας προσέγγισης των ΗΠΑ έναντι του πολέμου στην Ουκρανία είναι η μεταχείριση που έτυχε ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι από τον Ντόναλντ Τραμπ στη συνάντησή τους  την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου στον Λευκό Οίκο.

Ο βρετανικός Economist, σε σχετική ανάλυση στην οποία δίνει τον τίτλο: «Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκινήσει έναν ”μαφιόζικο” αγώνα για την παγκόσμια εξουσία»,  επιχειρεί να εξηγήσει πώς διαμορφώνεται η νέα ιεραρχία των ισχυρών. Σημειώνει με ιδιαίτερη έμφαση τη συμπόρευση ΗΠΑ και Ρωσίας στη λήψη της σχετικής με το Ουκρανικό απόφασης στον ΟΗΕ, την οποία χαρακτηρίζει  «μια πρωτοφανή στιγμή», για να καταλήξει πως με την απόφαση έγινε φανερό ότι «έχει επέλθει η διάλυση της παγκόσμιας τάξης που διαμορφώθηκε μετά το 1945».  

Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας επιβάλει μόλις πρόσφατα το 16ο πακέτο οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία και ανησυχώντας για την πιθανή απεμπλοκή των ΗΠΑ από την ουγγρανική κρίση, συνένωσε τις δυνάμεις της με τη Βρετανία. Παράλληλα, παρατηρούμε την προσπάθεια της Τουρκίας να διαδραματίσει ρόλο στην όλη κρίση επιχειρώντας  να εκμεταλλευθεί τη δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ.