Στις 17-18 Μαρτίου 2025, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, θα συμμετάσχει στην άτυπη πολυμερή συνάντηση για το Κυπριακό στη Γενεύη. Η συνάντηση αυτή, η οποία συμφωνήθηκε στην πρόσφατη τριμερή στη Νέα Υόρκη, αποτελεί μια νέα ευκαιρία για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου η τουρκική πλευρά επιμένει σε λύση δύο κρατών. Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης καλείται να πείσει τους Τουρκοκύπριους και την Άγκυρα ότι η επιδιωκόμενη διχοτόμηση όχι μόνο παραβιάζει το διεθνές δίκαιο αλλά και δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα ούτε την τουρκοκυπριακή κοινότητα ούτε τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ίδιας της Τουρκίας.
Η τουρκική θέση περί δύο κρατών αντιβαίνει ξεκάθαρα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και της διεθνούς νομιμότητας. Από το 1983, όταν η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε μονομερώς την αποσχιστική και υποτελή στην Τουρκία «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ), η διεθνής κοινότητα απέρριψε κάθε προοπτική αναγνώρισής της. Οι αποφάσεις 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασαν τη μονομερή ανακήρυξη «ανεξαρτησίας» και κάλεσαν όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος. Αυτή η πάγια θέση του ΟΗΕ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά την προοπτική διχοτόμησης νομικά και πολιτικά ανεφάρμοστη. Ενδεχόμενη αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος στα κατεχόμενα θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο διεθνώς, το οποίο καμιά μεγάλη δύναμη δεν επιθυμεί να υποστηρίξει.
Η επιμονή της Τουρκίας στη διχοτόμηση δεν αντέχει ούτε σε ρεαλιστική ανάλυση των συνεπειών της. Ένα ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος στην ουσία θα είναι πλήρως εξαρτημένο από την Άγκυρα τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, που δεν θα του προσέφερε βιώσιμες προοπτικές ανάπτυξης. Αντίθετα, θα διατηρούσε μια μόνιμη εξάρτηση από την Άγκυρα, γεγονός που θα εμπόδιζε κάθε αυθεντική πολιτική και οικονομική αυτονομία των Τουρκοκυπρίων. Από την άλλη, η βιωσιμότητα μιας λύσης δύο κρατών είναι επίσης αμφίβολη από την άποψη της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δημιουργία ενός εξαρτημένου κράτους από την Τουρκία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου θα παγίωνε την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στο νησί και θα διατηρούσε τις εντάσεις με την Ελλάδα και την ΕΕ.
Σε αντίθεση με τη διχοτόμηση, η συμφωνημένη μορφή λύσης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) με πολιτική ισότητα, όπως έχει καθοριστεί από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και που θα διασφαλίζει πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, προσφέρει μια σταθερή και ρεαλιστική προοπτική τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους. Η ΔΔΟ διασφαλίζει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων μέσω ενός ομόσπονδου συστήματος διακυβέρνησης, επιτρέποντας στους Τουρκοκύπριους να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουν την ευρωπαϊκή προοπτική τους. Μέσα από ένα τέτοιο σύστημα, οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν θεσμικά κατοχυρωμένη εκπροσώπηση και αυτονομία, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να ζουν σε μια μη αναγνωρισμένη κρατική οντότητα που εξαρτάται αποκλειστικά από την Τουρκία.
Η οικονομική διάσταση του ζητήματος είναι επίσης κρίσιμη. Η επανένωση της Κύπρου θα επιφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη και για τις δύο κοινότητες. Οι Τουρκοκύπριοι, που σήμερα ζουν υπό ένα καθεστώς διεθνούς απομόνωσης, θα αποκτήσουν πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ, επιτρέποντας την ανάπτυξη του εμπορίου, των επενδύσεων και του τουρισμού. Η οικονομική ολοκλήρωση του νησιού θα οδηγήσει σε ταχεία ανάπτυξη, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και στις δύο κοινότητες.
Η Τουρκία έχει περισσότερα να κερδίσει από μια βιώσιμη λύση παρά από τη συνέχιση του σημερινού αδιεξόδου. Η επίλυση του Κυπριακού θα βελτιώσει τις σχέσεις της με την ΕΕ, αφαιρώντας ένα σημαντικό εμπόδιο στις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις και επιτρέποντάς της να επωφεληθεί από τη συνεργασία σε ενεργειακά και εμπορικά ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η μη λύση, αντίθετα, διατηρεί την ένταση και αποκλείει την Τουρκία από περιφερειακές ενεργειακές συμφωνίες, όπως αυτές που έχουν συνάψει η Κύπρος, η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης πρέπει να καταστήσει σαφές στη Γενεύη ότι η διεθνής κοινότητα δεν πρόκειται να αποδεχθεί λύση δύο κρατών. Το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων έχει καθοριστεί από τα Ηνωμένα Έθνη και την ΕΕ και οποιαδήποτε απόπειρα εκτροπής από αυτό θα οδηγήσει την Τουρκία σε μεγαλύτερη απομόνωση. Παράλληλα, πρέπει να απευθυνθεί και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, προβάλλοντας τα οφέλη της ομοσπονδιακής λύσης και τονίζοντας ότι η διατήρηση του status quo δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Η πολυμερής συνάντηση της Γενεύης αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή για το Κυπριακό. Αντί να αναλωθεί σε αδιέξοδες αντιπαραθέσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία για να αναδείξει τον ρεαλισμό και τη βιωσιμότητα της λύσης ΔΔΟ. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την επανένωση παρά από τη διαίρεση. Η Λευκωσία πρέπει να προβάλλει αυτό το μήνυμα με σαφήνεια, επιδιώκοντας μια δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη λύση, η οποία θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, και θα εξασφαλίζει ένα ειρηνικό και ευημερούν μέλλον για ολόκληρη την Κύπρο.
*Πανεπιστημιακός Καθηγητής-Ανθρωπολόγος, πρώην πρύτανης και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).