Από την εισβολή του 1974 μέχρι και σήμερα έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, καμία όμως από αυτές δεν υπήρξε ουσιαστική ευκαιρία επίλυσης.
Μόλις ένα χρόνο μετά την εισβολή, στις 2 Αυγούστου 1975, οι δύο κοινότητες κάθισαν σε συνομιλίες στην Βιέννη με εκπροσώπους τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς όπου συμφώνησαν μεταξύ άλλων στην προσπάθεια επίτευξης μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Ακολούθησε η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του Προέδρου Μακαρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 12 Φεβρουαρίου 1977. Σε αυτήν αναφέρεται ξεκάθαρα: «Επιζητούμε μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία». Γίνεται λόγος για θέματα αρχών όπως ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης και δικαίωμα περιουσίας λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος. Οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης να είναι τέτοιες ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβάνοντας υπόψη τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους.

Το σχέδιο του Μάθιου Νίμιτς επιδόθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1978, το οποίο είχαν ετοιμάσει οι Αμερικανοί σε συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά. Το σχέδιο προνοούσε τη δημιουργία ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού κράτους που να κατοχύρωνε τα ανθρώπινα δικαιώματα και προνοούσε άμεση επιστροφή των κατοίκων των Βαρωσίων με την έναρξη των συνομιλιών. Δεν έγινε όμως αποδεκτό από τον Σπύρο Κυπριανού.

Τον Μάιο του 1979 ο Σπύρος Κυπριανού μαζί με τον Ραούφ Ντενκτάς κατέληξαν σε Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα (Γ.Γ) των Ηνωμένων Εθνών (Η.Ε.) Δρ. Κουρτ Βάλντχαϊμ. Συμφώνησαν στην επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών στη βάση των συμφωνηθέντων της 12ης Φεβρουαρίου 1977 και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.

Το καλοκαίρι του 1983 ο νέος Γ.Γ. των Η.Ε. Χαβιέρ Πέρες ντε Κουεγιάρ παρουσίασε τους «Δέικτες Ντε Κουεγιάρ». Το υπόμνημα του Γ.Γ. αναφερόταν σε ένα σύστημα Ομοσπονδίας με ταυτόχρονη παραχώρηση εδαφών από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους τον Νοέμβριο του 1983 δυναμίτισε τις συνομιλίες οι οποίες δεν κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα.

Στις 30 Ιανουαρίου 1989, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου επέδωσε πλαίσιο προτάσεων για ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού στον κ. Ντενκτάς για την εγκαθίδρυση μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης, εδαφικά ακέραιης, αδέσμευτης ομόσπονδης δημοκρατίας. Αυτές οι προτάσεις έγιναν στην βάση των συμφωνιών του 1977 και του 1979 και ήταν σύμφωνες με τον Χάρτη, τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Το 1992 ο Μπούτρος Μπούτρος – Γκάλι νέος Γ.Γ. των Η.Ε., κατέθεσε τη “Δέσμη Ιδεών Γκάλι”, πρόταση για επίλυση με βασικά χαρακτηριστικά την δικοινοτική ομοσπονδία, την πολιτική ισοτιμία των δύο κοινοτήτων, την επιστροφή εδαφών προς ελληνοκύπριους και την ύπαρξη μίας νομικής προσωπικότητας και υπηκοότητας.

Στις 31 Αυγούστου του 1998 ο Ραούφ Ντενκτάς έστειλε προτάσεις για μια Συνομοσπονδιακή Λύση του κυπριακού προβλήματος. Στο έγγραφο του αναφέρει συγκεκριμένα το εξής: « Ως τελευταία προσπάθεια για επίτευξη αμοιβαίας αποδεκτής και μόνιμης λύσης στην Κύπρο προτείνω την ίδρυση μιας Κυπριακής Συνομοσπονδίας…», «Η συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις των δύο κρατών συνεπάγεται την αναγνώριση ότι η Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή πλευρά αποτελούν δύο ισότιμα κυρίαρχα κράτη, το καθένα με τους δικούς του ισχύοντες δημοκρατικούς θεσμούς και δικαιοδοσία που αντανακλούν την πολιτική ισότητα και τη θέληση των αντίστοιχων λαών».

Τον Απρίλη του 2004 ο Γ.Γ. των Η.Ε. Κόφι Ανάν παρέδωσε το τελικό σχέδιο Ανάν (5) στον κυπριακό λαό για δημοψήφισμα. H μοναδική πρόταση που δόθηκε στον λαό για δημοψήφισμα. Αυτό το σχέδιο υπήρξε προϊόν επιδιαιτησίας και όχι διαπραγματεύσεων, ήταν ένα κείμενο πολλών σελίδων που οι πρόνοιές του αφορούσαν σε μία Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με αδύναμη κεντρική κυβέρνηση, με μία κυριαρχία, εναλλαγή προέδρων Ελληνοκύπριων/Τουρκοκύπριων ανά θητεία, Άνω Βουλή με 50%-50% αντιπροσώπευση, Κάτω Βουλή κατ’ αναλογία πληθυσμού, παραμονή στρατευμάτων, παραμονή εποίκων, κ.α. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους με ποσοστό 75,83% και εγκρίθηκε από τους Τουρκοκύπριους με ποσοστό 64,91%.

Στις 8 Ιουλίου 2006 ο ΠτΔ κ. Τάσσος Παπαδόπουλος με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ προχώρησαν σε Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, τη «Δέσμη Αρχών» η οποία αναφερόταν στη δέσμευση για επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Ο ΠτΔ Δημήτρης Χριστόφιας στις 23 Μαΐου 2008 μαζί με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ σε Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για μια διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Στις 11 Φεβρουαρίου του 2014 ο ΠτΔ Νίκος Αναστασιάδης μαζί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου προχώρησαν σε Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου. Συμφώνησαν στην επανέναρξη των συνομιλιών και διευθέτηση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και όλες τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου με μία διεθνή νομική προσωπικότητα και κυριαρχία.

Τον Ιούνιο του 2017 ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Αντόνιο Γκουτέρες μετά από τρία χρόνια διαπραγματεύσεων με τις δύο κοινότητες, συγκάλεσε Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κρανς Μοντανά της Ελβετίας και υπέβαλε πλαίσιο από 5 σημεία. Σε αυτήν έλαβαν μέρος η Κυπριακή Δημοκρατία, η τουρκοκυπριακή πλευρά με τον ηγέτη της κ. Μουσταφά Ακιντζί, οι τρείς εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. ως παρατηρητής. Η Διάσκεψη κατέληξε σε αδιέξοδο λόγω της επιμονής της Τουρκίας για μόνιμη παρουσία στρατευμάτων στην Κύπρο και για διατήρηση των επεμβατικών της δικαιωμάτων.

Όλες οι πιο πάνω προσπάθειες για επίτευξη επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος αναφέρονται σε μία δικοινοτική ομοσπονδία, η οποία μετεξελίχτηκε σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και αργότερα σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Η μόνη διαφορετική επίσημη πρόταση ήταν αυτή του Ραούφ Ντενκτάς για συνομοσπονδία και δύο ξεχωριστά κράτη, θέση την οποία υποστηρίζουν σθεναρά σήμερα Τουρκία και ψευδοκράτος.

Όλες οι πιο πάνω προσεγγίσεις δεν κατέληξαν σε επίλυση του Κυπριακού.

Η μη λύση του Κυπριακού εδραιώνει το στάτους κβο, το οποίο είναι απαράδεκτο και μη αποδεκτό καθότι εμπερικλείει κινδύνους και καταπατεί τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν μπορεί το 36% των εδαφών της Κύπρου, ενός κράτους μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να βρίσκονται υπό Τούρκικη κατοχή με παράνομα στρατεύματα. Παράνομα στρατεύματα σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Είναι εφικτή η περισσότερη και ουσιαστικότερη εμπλοκή της Ε.Ε.; Απαραίτητη σίγουρα είναι. Μπορεί ο ΟΗΕ να επιτύχει επίλυση του Κυπριακού ακολουθώντας την ίδια πεπατημένη; Η ιστορία έχει αποδείξει το αντίθετο.

Μήπως ήρθε η ώρα, πενήντα χρόνια μετά, η Ελληνοκυπριακή πλευρά να ακολουθήσει μία διαφορετική προσέγγιση; Μήπως ήρθε η ώρα να τεθεί ένας σταθερός, συγκεκριμένος στόχος, μια ολοκληρωμένη πολιτική χωρίς παρεκκλίσεις; Μήπως ήρθε η ώρα να αξιοποιηθούν ακαδημαϊκοί, δεξαμενές σκέψεων έτσι ώστε να συνεργαστούν εποικοδομητικά με την εκτελεστική εξουσία και την πολιτική ηγεσία;

Χρειάζεται συνεργασία, πίστη, όραμα, πολλή δουλειά, υπομονή και επιμονή. Χρειάζεται να επιδείξουν όλοι ανιδιοτελή αγάπη για την πατρίδα. Επιβάλλεται εθνική ομοψυχία. Τότε και μόνο θα μπορέσει μια λύση να επιτευχθεί. Μια λύση που να είναι πάνω από όλα αποδεκτή, βιώσιμη, λειτουργική και που να μην εξευτελίζει την εθνική μας υπερηφάνεια. Μπορούμε όμως;

*Πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις