Ζούμε, χρόνια τώρα, στην εποχή του θριαμβεύοντος κακού. Στα χρόνια της αθλιότητος. Μαζί και της εξαθλίωσης και εξαχρείωσης των ανθρώπων. Κι εμείς, που νομίζαμε πως έχουμε φτάσει πια στο κατώτατο όριο, παρακολουθούμε, έκπληκτοι και ενεοί, τις νέες, τις χωρίς τέλος μικρότητες των ανθρώπων, που δεν ορρωδούν ούτε σταματούν ποτέ.
Ένα μεγάλο θέμα και ένα μεγάλο ζητούμενο είναι η οντολογία του κακού εν τω κόσμω. «Πόθεν το κράτος της αμαρτίας;» λέει ο Παπαδιαμάντης στο «Αμαρτίας φάντασμα.»
«Φευ! διατί από όλην αυτήν την λόχμην, την ποικίλην και πολύχρωμον και ανθοφορούσαν να εξέρχωνται άκανθαι, συρίζουσαι γλώσσαι, έχιδναι; Και πώς ηλλοιώθη το κάλλος της φύσεως, και το μιαρόν πνεύμα εισέβαλεν εις τα έργα του Θεού, τα οποία ο ίδιος επεθεώρησε «και ιδού καλά λίαν;»… Πόθεν το κράτος της αμαρτίας;
Ω, φρίκη, και πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα το παρελθόν μου με τους ιδίους μου οφθαλμούς, το είδα ως μαύρον φάντασμα. Ολίγον ακόμη και η καρδία μου θα έπαυε να πάλλη. Ησθάνθην βαθείαν συντριβήν· το φάσμα το ίδιον μ’ ευσπλαγχνίσθη, και ταχέως έγινεν άφαντον.
Έλαβα το αγγείον με το ύδωρ, και κατήλθον με βήματα βραδέα, τύπτων τα στήθη, και ψιθυρίζων. «Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής, Κύριε…»
Τ’ ανωτέρω συνηρμολογήθησαν εκ παλαιών ατάκτων σημειώσεων τεθνεώτος ατυχούς φίλου.»
Γύρω από το θέμα του κακού υπάρχει μια τεράστια φιλολογία. Που ξεκινά από τη δαιμονοποίησή του. Καθώς συνάπτεται και συνδέεται με το γεγονός της πτώσεως και της εξορίας του ανθρώπου. Δύο στοιχεία ή καταστάσεις συνδέονται, επομένως, κατά τρόπον αρχετυπικόν, με την είσοδο του κακού εν τω κόσμω. Η πτώσις και η εξορία.
Είμαστε όντα πτώσεως γι’ αυτό και επιζητούμε την Ανάστασή μας.
Κι ακόμα τελούμε εξόριστοι εν τω κόσμω, καθώς νοσταλγούμε επωδύνως την επιστροφή στον χαμένο παράδεισο. Σ’ αυτόν θέλουμε απεγνωσμένα να επιστρέψουμε. Στη βασιλεία των ουρανών. Ή στους κόλπους του Αβραάμ. «Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» ερωτά ο νεανίσκος τον Κύριον. Τα ίδια ερωτά ακόμα κι εκείνος ο περισπούδαστος νομικός, ο παγιδευμένος στην βουλητική του αυτοκατάφαση.
Αυτός ο χαμένος παράδεισος μας ακολουθεί είτε ως φυσική μαγεία, που εξέλιπε, είτε ως χαμένες παιδικές μνήμες, αυτές της αθωότητος που έχουμε πια απωλέσει. Έτσι γυρίζουμε επίμονα στην κατεχόμενη γη μας, στα σπίτια μας που δεν υπάρχουν πια, στους δρόμους, στα περιβόλια μας με τα νερά. Στους ανθρώπους μας που έφυγαν πια γι’ αλλού, κι εμείς που μείναμε μόνοι μας.
Τα γράφω αυτά βιώνοντας και εισπράττοντας αυτή την ανεξάντλητη μικρότητα και αθλιότητα και κακία των ανθρώπων, που ακόμα μας πονεί, κι ας βρισκόμαστε πλέον στην έξοδο της ζωής μας. Έτσι, καθώς επανειλημμένα βιώνουμε την ακατάλυτη εποχή του θριαμβεύοντος κακού, επαναλαμβάνουμε εκείνο του κυρ Αλέξανδρου: «Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής, Κύριε…»