Οι πρόσφατες δηλώσεις του Έλον Μασκ περί του σκανδάλου σεξουαλικής κακοποίησης στο Ρόδερχαμ αναδεικνύουν ένα θεμελιώδες ζήτημα που υπερβαίνει πολιτικές παρατάξεις και προσωπικές φιλοδοξίες: την ανάγκη για απόλυτη διαφάνεια και λογοδοσία σε υποθέσεις που πλήττουν τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου. Το να απαιτούμε μια ενδελεχή και ανεξάρτητη έρευνα για ένα τόσο σοβαρό σκάνδαλο, ανεξαρτήτως της εθνοτικής ή πολιτισμικής ταυτότητας των δραστών, δεν αποτελεί «δεξιό ζήτημα» ούτε προϊόν ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης, αξιοπιστίας και προστασίας των ανήλικων θυμάτων.

Μεταξύ 1997 και 2013, τουλάχιστον 1.400 παιδιά στο Ρόδερχαμ υπέστησαν εκμετάλλευση, διακίνηση και κακοποίηση από συμμορίες, κατά κύριο λόγο πακιστανικής καταγωγής. Οι αστυνομικές Αρχές, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι τοπικές Αρχές παρέμειναν αδρανείς, αγνοώντας τα συσσωρευμένα στοιχεία υπό τον φόβο κατηγοριών περί ρατσισμού. Αυτή η αποτυχία δεν αφορά την πολιτική ταυτότητα των εμπλεκομένων, αλλά την πλήρη κατάρρευση της υποχρέωσης του βρετανικού κράτους να προστατεύει τους πολίτες του και να επιβάλλει τον νόμο για εγκλήματα που χρονολογούνται δεκαετίες.

Μια τέτοια ήταν και η δήλωση της Βρετανούς βουλευτού Shah η οποία υπεδείκνυε ότι τα θύματα του σκανδάλου σεξουαλικής κακοποιήσεως στο Ρόδερχαμ όφειλαν να «σιωπήσουν προς χάριν της πολυπολιτισμικότητος». Παρά το γεγονός ότι η Shah έσπευσε να διαγράψει την εν λόγω κοινοποίηση και να αναιρέσει την επιδοκιμασία της, οι πράξεις της προκάλεσαν έντονη αγανάκτηση, με την πρόεδρο της Επιτροπής Ισότητος και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ρεβέκκα Χίλσενραθ, να καταδικάζει την προκληθείσα έλλειψη ευαισθησίας.

Η θέση πως μια εθνική έρευνα δεν είναι απαραίτητη και πως αρκεί η ανάθεση στις τοπικές Αρχές δείχνει έλλειψη κατανόησης της σοβαρότητας του ζητήματος. Όταν το σύστημα αποτυγχάνει σε τέτοια κλίμακα, είναι χρέος της κεντρικής κυβέρνησης (εν προκειμένω της βρετανικής) να αναλάβει δράση. Οι πολίτες, και κυρίως τα θύματα, χρειάζονται μια σαφή και αμερόληπτη αποτύπωση των γεγονότων, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο κράτος και να διασφαλιστεί ότι παρόμοια εγκλήματα δεν θα επαναληφθούν.

Η απαίτηση για δικαιοσύνη και διαφάνεια δεν έχει να κάνει με την προώθηση κάποιας «δεξιάς ατζέντας». Η βούληση για την αλήθεια και η ανάγκη να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι, ανεξαρτήτως προέλευσης ή κοινωνικού υποβάθρου, είναι αρχές που βρίσκονται στον πυρήνα του κράτους δικαίου, το οποίο η Βρετανία οφείλει να σέβεται. Όταν πολιτικά πρόσωπα αποφεύγουν την πλήρη διερεύνηση τέτοιων θεμάτων, είτε από φόβο μήπως θίξουν μειονότητες είτε από πολιτικό υπολογισμό, τότε προδίδουν την υποχρέωσή τους να υπηρετούν το κοινό (και όχι επιλεκτικό) καλό.

Ο κ. Μασκ, ασκώντας δριμεία κριτική, αναδεικνύει μια πραγματικότητα που η πολιτική ελίτ συχνά προσπαθεί να αγνοήσει: οι πολίτες αξίζουν ένα σύστημα που θα λογοδοτεί, που δεν θα υποθάλπει τα λάθη του, είτε αυτά προέρχονται από αδράνεια είτε από πολιτική σκοπιμότητα. Η δικαιοσύνη δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής ή πολιτικής τοποθέτησης· είναι η βάση κάθε ευνομούμενης κοινωνίας.

Δυστυχώς, όμως, στην προσπάθεια να διαφυλάξουμε τα δικαιωμάτα των μειονοτήτων, καταλήγουμε στο παράδοξο, να καταπατούμε τα δικαιώματα της πλειονότητας, “μήπως και” η μειονότητα βιώσει διακρίσεις ή ρατσισμό. Αυτή η ανισορροπία, χαρακτηριστική του παραλογισμού του 21ου αιώνα, οδηγεί σε μια διαστρέβλωση της έννοιας της δικαιοσύνης και της αμερόληπτης προστασίας των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, υπονομεύοντας τελικά τη συνοχή και την αρμονία της κοινωνίας.

*Δικηγόρος