Ήταν απόγευμα, τέλος του Οκτώβρη του 1967. Η Χούντα πλάκωνε την ατμόσφαιρα. Χαφιέδες παντού, στις γειτονιές, στην αγορά, στα πανεπιστήμια. Χρεώναμε με υποψίες τον θυρωρό, τον περιπτερά, τον κλητήρα, χωρίς κοινωνική προκατάληψη. Μόλις που γνωρίζαμε το Παλιό και το Νέο Χημείο (Σόλωνος και Ναυαρίνου). Ύποπτοι ήταν και κάποιοι, λίγο μεγαλύτεροι, κοστουμαρισμένοι και γραβατωμένοι – μύγα μέσα στο γάλα – αφού το στυλ αυτό ήταν αταίριαστο και καθόλου βολικό μπροστά στον εργαστηριακό πάγκο…

Εκείνο το απόγευμα ανέβαινα τα σκαλιά του Νέου Χημείου για εγγραφή στο Εργαστήριο Ανόργανης Χημείας. Πρωτόγνωρη η εμπειρία για  ένα πρωτοετή. Χρειαζόταν επιβεβαίωση για την ορθότητα της πορείας. «Μήπως ξέρετε αν απεδώ πάμε στην Ανόργανη;». «Κι εγώ εκεί πάω» απάντησε, με περισσότερη σιγουριά, ο Βασίλης. Αυτή η γνωριμία μάς οδήγησε σε μια ιδιαίτερη φιλία, για πενήντα εφτά και κάτι χρόνια…

Ο Βασίλης συστήθηκε με το επίθετό του (Βουκουβαλίδης, περίεργο σαν το δικό μου) και την καταγωγή του. «Είμαι Κώτης» μού εξήγησε, παραπέμποντας στην Κω. Το Χημικό Τμήμα έδωσε στους συμφοιτητές τη δυνατότητα για συνεργασία και φιλία, σε πείσμα της καχυποψίας σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς…

Όσο φιλόξενο κι αν ήταν το σπίτι των θείων του Βασίλη στην οδό Κερασούντος δεν μπορούσε να στεγάσει πολυμελείς παρέες σε μακρές συζητήσεις για ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα και φοιτητικά χαζοξενύχτια. Το δικό μας φοιτητικό διαμέρισμα στην οδό Ευρυτανίας ήταν πάντα ανοικτό. Κι η παρέα μεγάλωνε… Κι αν ο Βασίλης έχανε το τελευταίο λεωφορείο «3/7 Ερυθρός-Πατήσια» (ή, το αντίστοιχο τρόλεϊ 3), τρεις όλες κι όλες ήταν οι στάσεις. Στο σπίτι των θείων του πήγαμε κάποιες φορές για να δούμε ποδόσφαιρο. Τι αχρείαστο και ανούσιο ξενύχτι, μέχρι τις 3 το πρωϊ, για εκείνο το 0-0 ανάμεσα σε Ιταλία και Ουρουγουάη το 1970 στο πρώτο «έγχρωμο» Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό…

Η παρέα είχε μεγαλώσει, πέρα από τα όρια του Χημικού Τμήματος… Ήταν ο Αντρέας, ο Μάκης, ο Γιώργος, η Έλλη, ο Κώστας, η Μερόπη, ο Δημήτρης, ο Προκόπης, η Φρόσω, η Ειρήνη, ο Πάνος, ο Χριστόφορος… Χωρίς να το καταλάβουμε (έτσι λέγαμε μετά) φτάσαμε στο πτυχίο. Ο Βασίλης ήταν ο μόνος αριστούχος.

Πραξικόπημα, εισβολή, Μεταπολίτευση. Ο εκδημοκρατισμός της Ανώτατης Παιδείας δεν ήταν ένα σύνθημα αλλά μια δύσκολη διαδικασία. Χρειαζόταν όραμα, διεκδικητικότητα, συνέπεια, ειλικρίνεια και, κυρίως, ξεκάθαρους ιδεολογικούς στόχους. Μέσα σ΄αυτή τη συγκυρία βρεθήκαμε, όχι τυχαία, συναγωνιστές – μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΠ), Αντιπρόεδρος ο Βασίλης, Γενικός Γραμματέας εγώ. Το φορτίο που μοιραστήκαμε όλοι ήταν βαρύ και πολλά μάθαμε μέσα σε εκείνες τις εκατόν μέρες που κράτησε η απεργία των πέραν των τεσσάρων χιλιάδων μελών του ΕΔΠ σε όλα τα ΑΕΙ της Ελλάδας το 1978.  Από τις 16 του Φλεβάρη μέχρι τις 31 Μαϊου, με συνέχεια ακόμα και μέσα στις διακοπές του Πάσχα και χωρίς μισθό! Η διεκδίκηση ήταν πραγματικά μια επαναστατική διαδικασία, το ίδιο και οι στόχοι της: Μονιμότητα  και Ενιαίος Φορέας Διαδασκόντων. Ήταν εκεί, σε ατέλειωτες συζητήσεις ο Δημήτρης, ο Διονύσης, η Ρέτη, ο Κώστας, ο Μίλτος, ο Στέφανος, ο Παναγιώτης, η Χαρά, η Ντία, η Νάση, ο Μανώλης (Γεωπονική), ο Νίκος (Μετσόβιο), ο Θεόδωρος και ο Δημήτρης (Αριστοτέλειο)…     

Ο αγώνας δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, κι ας ήταν λίγοι εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας που κατάλαβαν την ουσία της διεκδίκησης. Ο Βασίλης επικεντρώθηκε στη συνέχεια στα θέματα της Παιδείας, σε σημαντικό πολιτικό ρόλο στο υπουργείο, με επιμέλεια και ευσυνειδησία. Αυτό δεν ήταν χωρίς κόστος προσωπικό στην επιστημονική του καριέρα που φαινόταν πως θα ήταν λαμπρή.   

Κρατήσαμε την επαφή και τη φιλία μας ακόμα κι όταν οι γεωγραφικές  συντεταγμένες μάς έφεραν σε απόσταση. Μέχρι που ήρθε το περασμένο Σάββατο το θλιβερό μήνυμα. Ο Βασίλης «έφυγε» τόσο βιαστικά… Και δεν  προλάβαμε να βρεθούμε ούτε στην Κύπρο ούτε στην Κω.

Δεν πρέπει να αναβάλλουμε, ο χρόνος δεν είναι ανεξάντλητος. Φεύγει μαζί και οι άνθρωποί μας… Και η απόσταση δεν είναι πια μόνο τρεις στάσεις δρόμος, όσο ήταν τότε από Κερασούντος μέχρι Ευρυτανίας…