Η συζήτηση-φωτιά της εβδομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο αφορούσε τη νομοθεσία της ΕΕ για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (social media), η οποία βρίσκεται σε ισχύ. Λέχθηκαν ανακρίβειες και ψεύδη εντός κι εκτός Κύπρου, που προκύπτει ανάγκη να καταγράψουμε τα βασικά. Σκοπός της νομοθεσίας είναι ένα ασφαλέστερο ψηφιακό περιβάλλον με διαφάνεια, το οποίο όμως δημιουργεί ανησυχία για τυχόν λογοκρισία και επηρεασμό της ελευθερίας της έκφρασης.  

Ευρεία συμφωνία επικρατεί ως προς την αρχή πως: Ό,τι είναι παράνομο εκτός διαδικτύου, πρέπει να είναι παράνομο και εντός διαδικτύου (στο ψηφιακό περιβάλλον). Εξού, η νομοθεσία επιβάλλει σαφείς υποχρεώσεις στους παρόχους/πλατφόρμες τέτοιων υπηρεσιών για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών από επιβλαβές περιεχόμενο π.χ. παιδική πορνογραφία. Άλλη αρχή αφορά τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης (social media), που ως παράγωγα της τεχνολογίας/καινοτομίας, είναι ένα ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Άλλωστε, έδωσαν πρόσβαση προς το κοινό, με ελάχιστο κόστος και διαδραστικό τρόπο, σε ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα είχαν τέτοια δυνατότητα, έστω κι αν υπάρχουν προβληματικές και τοξικές περιπτώσεις. 

Αλλά, το επίκεντρο της συζήτησης-φωτιάς βρίσκεται στην σκόπιμη παραπληροφόρηση με πολιτικές προεκτάσεις και περιεχόμενο. Εδώ επικρατεί «συμφωνία» με διαγωνισμό προάσπισης της ελευθερίας της έκφρασης, με πολλούς να ερμηνεύουν ένα περιορισμό ως παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, με κριτήριο τις δικές τους πολιτικές απόψεις και συμφέροντα. Έτσι, τα δύο άκρα ιδίως και όχι μόνο, αντιδρούν βάσει ιδεολογικού «συμφέροντος». Φυσικά, η ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιακό δικαίωμα στις ευρωπαϊκές μας δημοκρατίες που ασκείται πάντοτε στο πλαίσιο βασικών κανόνων δικαίου, που θέτουν όρια. Ελευθερία της έκφρασης χωρίς όρια δεν νοείται στη δημοκρατία όπου υπερέχει όλων ο νόμος. Επομένως, ένας περιορισμός δεν αποτελεί αυτόματα παραβίαση του δικαιώματος της έκφρασης. Μάλιστα, σε οικονομικά ολιγοπώλια με μια εταιρεία να καταχράται την δεσπόζουσα θέση της, η νομοθεσία θέτει περιορισμούς. Πόσο μάλλον όταν η κατάχρηση αφορά την ροή της πληροφόρησης/ενημέρωσης που αφορά την δημοκρατία. Επομένως, η εναντίωση σε κάθε περιορισμό είναι αβάσιμη και ιδιαίτερα υποκριτική όταν προέρχεται από εκείνους που ορθώς πρωτοστατούν στην επιβολή φραγμών ενάντια στα ψεύδη και την παραπληροφόρηση από αυταρχικά καθεστώτα. Συνεπώς, οι κοινωνίες μας πρέπει να προστατεύονται από παράνομο περιεχόμενο, παραπληροφόρηση και άλλες απειλές στο διαδίκτυο και οι τεχνολογικοί κολοσσοί οφείλουν να λογοδοτούν για τις πρακτικές τους, συμβάλλοντας σε ένα ασφαλέστερο και δικαιότερο ψηφιακό περιβάλλον, που δεν μπορεί να μετατρέπεται σε πολιτική λογοκρισία βάσει ιδίου «συμφέροντος».

Χαρακτηριστικά, άλλο πολιτική άποψη -έστω κι ακραία-, κι άλλο επιβαλλόμενη οριοθέτηση της ελευθερίας της έκφρασης. Η στήριξη του δισεκατομμυριούχου Σόρος προς την ακραία «πολιτική ορθότητα» και στις ΜΚΟ για χρόνια, δεν προκαλούσε αντιδράσεις σε όσους σήμερα εναντιώνονται στην τοξικότητα των ολιγαρχών της ακροδεξιάς. Από την άλλη, οι παρεμβάσεις του Έλον Μασκ, δισεκατομμυριούχου ολιγάρχη της τεχνολογίας υπέρ ακροδεξιών απόψεων, είναι «ευπρόσδεκτη» στο στρατόπεδο όσων εναντιώνονταν σφόδρα τον Σόρος. Από την άλλη, επειδή αρκετοί νομίζουν αδαώς ότι κάνουν οι ίδιοι τις επιλογές ενημέρωσής τους, ενώ έχει ήδη παρέμβει η τεχνολογία με μεροληπτική ή ψευδή ροή πληροφοριών, επιβάλλονται τα όρια καθώς και η εισαγωγή κάποιων ωρών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, για να αναγνωρίζουν οι νέοι τις παγίδες.  

*Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ-S&D