Βρισκόμαστε σήμερα εν μέσω μιας εν εξελίξει διαδικασίας στο Κυπριακό, όπου επιχειρείται να καταστεί δυνατή η επανέναρξη διακοινοτικών συνομιλιών, με κομβικό σταθμό τη σύγκληση μιας πενταμερούς διάσκεψης. Σε περίπτωση που η Τουρκία θα δώσει τελικά το πράσινο φως για επανέναρξη των συνομιλιών, είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσει να μετακυλήσει χρονικά τη διάσκεψη όσο πιο κοντά γίνεται στις επικείμενες «εκλογές» για την ανάδειξη νέας ηγεσίας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, που είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι από το καλοκαίρι και μετά – το αργότερο – , καθώς δηλαδή η προεκλογική εκστρατεία στην τουρκοκυπριακή κοινότητα θα κορυφώνεται, οι όποιες διεργασίες για το Κυπριακό θα διακοπούν.

Αν συνεπώς, το αποτέλεσμα της πενταμερούς διάσκεψης κρατήσει ζωντανή τη διαδικασία διαπραγματεύσεων, τότε το κλίμα προσδοκιών που θα δημιουργηθεί, θα λειτουργήσει υποβοηθητικά στην κινητοποίηση των δυνάμεων που τάσσονται υπέρ της λύσης και αυτό θα ευνοήσει την υποψηφιότητα του προέδρου του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, Τουφάν Έρχιουμαν, που δείχνει να προηγείται ήδη στις δημοσκοπήσεις.

Αν αυτό δεν γίνει, τότε εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Τουρκία δεν έχει καμιά πρόθεση να συνεργαστεί, έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες για μια νέα ουσιαστική διαπραγμάτευση στο Κυπριακό. Με τον Ερσίν Τατάρ, είναι βέβαιο, ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος προς την κατεύθυνση της λύσης. Ούτε όμως και προϋποθέσεις για διπλωματικούς χειρισμούς που θα επέτρεπαν στην Άγκυρα να προσπεράσει εύκολα το εμπόδιο του Κυπριακού, ιδιαίτερα στο επίπεδο των ευρωτουρκικών και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, προκειμένου να προάγει τα διχοτομικά σενάρια που δημόσια διακηρύσσει. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε, βεβαίως, ταυτόχρονα να σημαίνει πως η Άγκυρα δεν αισθάνεται πίεση στο Κυπριακό ή και πως δεν βιάζεται ιδιαίτερα, θεωρώντας πως η παρούσα άγονη στασιμότητα, ούτως ή άλλως την ευνοεί.

Η ενδεχόμενη ανάδειξη Έρχιουμαν και η στάση της Άγκυρας

Το σενάριο πάντως το οποίο ενδεχομένως να σηματοδοτεί κάποια αλλαγή στην τουρκική στάση και, συνεπώς, θα πρέπει να τύχει πιο ενδελεχούς μελέτης από ελληνοκυπριακής πλευράς είναι το σενάριο ανάδειξης του Έρχιουμαν ως νέου ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Είναι αρκούντως βάσιμο, πιστεύω, να εκτιμήσουμε πως αν η Τουρκία επιτρέψει κινητικότητα το αμέσως επόμενο διάστημα στο Κυπριακό, αν δηλαδή επιτρέψει, κατά βάση, τη σύγκληση πενταμερούς διάσκεψης ή και, ίσως, τη διάνοιξη ενός-δύο οδοφραγμάτων, τότε η εντολή για διαπραγματεύσεις εκ μέρους της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πολύ πιθανό να περάσει, μετά τις «εκλογικές» διαδικασίες στα κατεχόμενα, στον σαφώς πιο μετριοπαθή Τουφάν Έρχιουμαν, ο οποίος παραμένει προσηλωμένος σε μια ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, όπως καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Μια τέτοια εξέλιξη είναι πιθανό να προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις. Τα πράγματα, μάλιστα, ίσως να τρέξουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι έχουμε συνηθίσει στο παρελθόν. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι: είμαστε έτοιμοι ως ελληνοκυπριακή πλευρά να διαχειριστούμε ανάλογες εξελίξεις; Έχουμε προετοιμαστεί για ένα τέτοιο, απροσδόκητα καλό σενάριο – επιστροφής ουσιαστικά της Άγκυρας στο συμφωνημένο πλαίσιο λύσης και στη βάση του κεκτημένου των διαπραγματεύσεων εκεί που έμειναν το 2017, όπως επιζητεί η δική μας πλευρά;

Αρκετοί προβάλλουν, βεβαίως, το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για μια τέτοια μεταβολή των τουρκικών θέσεων στο Κυπριακό. Κατά τη δική μου εκτίμηση, η θέση αυτή είναι ορθή. Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, σήμερα δεδομένα που να δικαιολογούν μια τέτοια στροφή από πλευράς Άγκυρας. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στη Συρία και αλλού, ενισχύουν τις αναθεωρητικές τάσεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Η μόνη θετική εξέλιξη, που φαίνεται να τροφοδοτεί και τις προσδοκίες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, είναι το νέο μομέντουμ που έχει διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Από την ώρα που οι σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία άρχισαν να παράγουν κάποια θετικά αποτελέσματα, εύλογα η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε όπως γίνουν κινήσεις προς την κατεύθυνση της Άγκυρας για αναζωογόνηση της διαδικασίας διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό και εύλογα η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά. Με τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και άλλων ισχυρών χωρών, τα πράγματα στο Κυπριακό άρχισαν ξανά να κινούνται. Οι δομικές προϋποθέσεις, ωστόσο, που θα επέτρεπαν μεταβολή των τουρκικών θέσεων δεν υπάρχουν.

Το καλύτερο, συνεπώς, που θα μπορούσε να αναμένει η ελληνοκυπριακή πλευρά από ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων, υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, θα ήταν να χαραχθεί μια μέση γραμμή ανάμεσα στην απόσταση που χωρίζει τις θέσεις των δύο πλευρών. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από ελληνοκυπριακής πλευράς. Δεν θα μπορούσε, για να το θέσω σαφέστερα, να γίνει αποδεκτή μια λύση στη βάση της μέσης γραμμής ανάμεσα στο συμφωνημένο πλαίσιο λύσης, όπως προνοούν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και υποστηρίζει η ελληνοκυπριακή πλευρά και στη θέση για λύση δύο κρατών, όπως προβάλλεται τα τελευταία χρόνια από τουρκοκυπριακής και τουρκικής πλευράς. Μια τέτοια λύση, άλλωστε, δεν θα ήταν βιώσιμη.

Τι αναμένουμε, λοιπόν, να προκύψει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Προσοχή, βρισκόμαστε σε ένα οριακό σημείο στο Κυπριακό, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια για διόρθωση λαθών. Οι διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό δεν μπορεί να προσεγγίζονται σήμερα στη βάση μιας λογικής «business as usual». Ούτε ατέρμονες διαπραγματεύσεις θα γίνουν αποδεκτές, ούτε και η αποτυχία ενός γύρου διαπραγματεύσεων θα είναι χωρίς κόστος – ίσως μάλιστα να αποτελέσει το προοίμιο για αλλαγή παιγνιδιού.

Δεν εισηγούμαι, σε καμιά περίπτωση, να αποφύγουμε τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως το μεγαλύτερο δώρο προς την Τουρκία. Δεν έχει η ελληνοκυπριακή πλευρά την πολυτέλεια να αρνηθεί την πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα για διάλογο. Τα τελευταία χρόνια, άλλωστε, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει απωλέσει μόνο πολύτιμο χρόνο στο Κυπριακό ‧ έχει απωλέσει, σε σημαντικό βαθμό, και την ηθική της υπεροχή. Αυτό δε σημαίνει ότι την έχει κερδίσει η άλλη πλευρά. Η εντύπωση που επικρατεί, ωστόσο, είναι ότι δύσκολα οι δύο κοινότητες στην Κύπρο μπορεί να τα βρουν – κι’ αυτό, βεβαίως, εξυπηρετεί τις τουρκικές στρατηγικές επιδιώξεις.

Αποτελεί συνεπώς επιτακτική ανάγκη, η ελληνοκυπριακή πλευρά να προετοιμαστεί κατάλληλα. Να προετοιμαστεί κατάλληλα και για το καλό σενάριο – το σενάριο δηλαδή μιας πραγματικής μεταβολής των τουρκικών θέσεων προς την κατεύθυνση μιας ομοσπονδιακής λύσης και για το – πολύ πιθανότερο – σενάριο, που η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τη διαδικασία προκειμένου να καταδείξει στη διεθνή κοινότητα ότι η προοπτική για μια ομοσπονδιακή λύση χάθηκε πλέον οριστικά, και πως η μόνη επιλογή είναι η επιδίωξη μιας διευθέτησης στη βάση της αναγνώρισης των πραγματικοτήτων επί του εδάφους.

Στο σενάριο αυτό, η παρουσία του Έρχιουμαν στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας μπορεί να εργαλειοποιηθεί, έτσι ώστε υποβοηθήσει τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Αν η Άγκυρα εκτιμά ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στο Κυπριακό, τότε ενδέχεται να δοκιμάσει τα όρια της, σε μια διαπραγματευτική διαδικασία στην οποία θα επιχειρήσει εκ των προτέρων να προσδώσει χαρακτηριστικά ενός «τελευταίου γύρου». Θέση, άλλωστε και του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως δηλώνεται δημοσίως, είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο σημερινό στάτους κβο, σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών.

Έχοντας θέσει με σαφήνεια τις κόκκινες γραμμές της στον Έρχιουμαν, είναι εύλογο η Άγκυρα να αναμένει πως η μεγαλύτερη ευελιξία που θα επιδείξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η περισσότερη αξιοπιστία που διαθέτει στο εξωτερικό, σε σύγκριση με τον Ερσίν Τατάρ, θα διευκολύνει τους χειρισμούς της στο Κυπριακό, δεδομένου ότι θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανο να επαναληφθούν φαινόμενα που είχαμε δει επί ηγεσίας Ακιντζί, με τον Τουρκοκύπριο δηλαδή ηγέτη να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, χωρίς να έχει πάρει το πράσινο φως από την Άγκυρα. Ο Έρχιουμαν αφενός δεν είναι Ακιντζί και αφετέρου τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από την περίοδο 2015-2017 – το έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες έχει αυξηθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό.

Το λιγότερο που μπορεί να αναμένει η Άγκυρα, σε αυτό το σενάριο, είναι πως δεν θα υπάρξει επίρριψη της ευθύνης για το ναυάγιο των συνομιλίων για λύση στην τουρκοκυπριακή-τουρκική πλευρά. Σε περίπτωση δε που η ευθύνη επιρριφθεί και στις δύο πλευρές, πόσο μάλλον αν επιρριφθεί κυρίως στην ελληνοκυπριακή πλευρά, τότε η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία θα επαναφέρουν το αίτημα για κάποιου είδους acknowledgment για την «ΤΔΒΚ» από πλευράς διεθνούς κοινότητας, ως βήμα προς την κατεύθυνση της εδραίωσης της νέας πολιτικής περί δύο κρατών στο νησί. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική των 3 Ds (direct trade, direct flights, and direct contacts), δηλαδή απευθείας εμπόριο, απευθείας πτήσεις, απευθείας επαφές, που προβαλλόταν από τον Τατάρ ως προϋπόθεση για έναρξη των συνομιλιών, θα διεκδικηθεί ως αντάλλαγμα για τους Τουρκοκύπριους, σε περίπτωση ναυαγίου, στο επόμενο διάστημα.

Ανάγκη για χάραξη μιας υψηλής στρατηγικής

Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Τι άλλο μπορεί να κάνει η κυπριακή κυβέρνηση, πέραν από τα όσα ήδη κάνει; Θεωρώ ότι έχουν γίνει, πράγματι, κάποια ιδιαιτέρως σημαντικά βήματα, για τα οποία θα πρέπει να πιστωθεί η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, όπως η σαφής στροφή της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής προς τη Δύση και η στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, καθώς και το ενισχυμένο γεωπολιτικό αποτύπωμα της χώρας στο ευρύτερο περιφερειακό περιβάλλον. Τα θετικά αυτά βήματα δεν επισυνέβησαν, βεβαίως, ξαφνικά σε ένα πολιτικό κενό. Αποτέλεσαν προϊόν πολιτικών δυναμικών που είχαν θεμελιωθεί και ωριμάσει, εν πολλοίς, μέσα από πολιτικές της προηγούμενης διακυβέρνησης.

Παραταύτα, εκείνο που εμφανώς απουσιάζει είναι η ύπαρξη μιας υψηλής στρατηγικής, που να συνέχει όλες τις επιμέρους πολιτικές και να αξιοποιεί κατάλληλα όλους τους πόρους και τα διαθέσιμα μέσα, προς την επίτευξη του μείζονος εθνικού στόχου, δηλαδή της ανατροπής του κατοχικού στάτους κβο και της επανένωσης της Κύπρου, λαμβάνοντας υπόψη και τα σενάρια που έχουν προαναφερθεί.

Σε αναλυτικό κείμενο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ispd.org.cy), καταθέτω συγκεκριμένες εισηγήσεις στη βάση εννέα πυλώνων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θεμελιακά συστατικά μιας τέτοιας στρατηγικής. Οι πυλώνες αυτοί είναι:

  1. Κοινή Στρατηγική Κύπρου-Ελλάδας
  2. Δυτικό Αμυντικό Δόγμα
  3. «Επανεπίσκεψη» του καθεστώτος των Βρετανικών Βάσεων
  4. Ευρωτουρκικά και Κυπριακό
  5. Μια «Βόρεια Πολιτική» για τους Τουρκοκύπριους
  6. Η ενεργειακή στρατηγική ως καταλύτης για λύση
  7. Επανάκτηση ηθικής υπεροχής-πολιτικής αξιοπιστίας
  8. Νέο αφήγημα- Συμπεριληπτική Διαδικασία
  9. Νέο παράδειγμα ηγεσίας

Η ελληνοκυπριακή πλευρά ενώπιον επώδυνων διλημμάτων

Το άμεσο ζητούμενο σήμερα δεν είναι να βρεθεί ηγέτης που να υπογράψει τη λύση – δεν είμαστε ακόμα εκεί – αλλά ηγέτης που θα θέσει σε εφαρμογή μια σειρά από νέες πολιτικές, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, με στόχο τη διαμόρφωση δεδομένων τέτοιων στο Κυπριακό, που να οδηγούν σε μεταβολή των τουρκικών -τουρκοκυπριακών θέσεων.

Το πρόβλημα είναι πως αρκετές από τις πολιτικές που είναι σήμερα αναγκαίες έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, καθώς προσκρούουν σε ιδεολογικά στερεότυπα ή πολιτικές ευαισθησίες της κοινής γνώμης και είναι βέβαιο ότι θα συναντήσουν σφοδρή αντίδραση από κάποιες, τουλάχιστον, των πολιτικών δυνάμεων.

Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι ορισμένες από τις πολιτικές αυτές εμπεριέχουν και κινδύνους, αν δεν υπάρξει καλή προετοιμασία ή και ο ενδεδειγμένος χειρισμός. Αυτό, όμως, είναι εγγενές στοιχείο σε κάθε ανάλογο εγχείρημα για τη διαμόρφωση μιας υψηλής στρατηγικής.

Οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να αξιολογούνται, να ιεραρχούνται και να τυγχάνουν αντιμετώπισης στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, που θα επιχειρεί να μεγιστοποιήσει το όφελος, μειώνοντας τα σχετικά ρίσκα. Το βέβαιο είναι πως το μεγαλύτερο ρίσκο αυτή τη στιγμή είναι η ακινησία που οδηγεί σε στρατηγική ήττα τον Ελληνισμό – που οδηγεί, δηλαδή, στο τέλος του αγώνα για την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου.

Αν δεν υπάρξει μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης, είναι βέβαιο, κατά την εκτίμηση μου, πως θα βρεθούμε αργά ή γρήγορα, μπροστά σε επώδυνα διλήμματα, η έκβαση των οποίων θα πρέπει να θεωρείται από τώρα προδιαγεγραμμένη.

Πολύ φοβούμαι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, το αφήγημα που θα επιχειρηθεί να περάσει στον λαό είναι πως κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας – η τουρκική αδιαλλαξία, όμως, δεν μας επέτρεψε να πετύχουμε τους στόχους μας. Έτσι, μετά και από μια νέα ματαίωση προσδοκιών σε επίπεδο κοινής γνώμης, η κανονικοποίηση της διχοτόμησης θα ενισχύεται περαιτέρω και οι φωνές που θα υποστηρίζουν – άμεσα ή έμμεσα – τη διατήρηση του σημερινού στάτους κβο ως δεύτερη καλύτερη λύση θα καθίστανται σταδιακά κυρίαρχες.

Η αναζήτηση συλλογικού άλλοθι στην τουρκική αδιαλλαξία μπορεί να σώσει ίσως – προσωρινά τουλάχιστον – κάποιες πολιτικές καριέρες, δεν θα σώσει όμως την Κύπρο. Η τουρκοποίηση της βόρειας Κύπρου θα καταστεί οριστικά μη αναστρέψιμη και οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του Κυπριακού Ελληνισμού στις ελεύθερες σήμερα περιοχές, θα καθίστανται ολοένα και πιο απειλητικοί τις επόμενες δεκαετίες.

*Πρώην Υπουργός Άμυνας, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ispd.org.cy).