Τύχη αγαθή οδήγησε, πριν από αρκετά χρόνια, τα βήματά μου στο σπίτι ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Νεοέλληνες ποιητές, αυτό του Κώστα Μόντη, τον οποίο είδα και γνώρισα από κοντά. Ο ποιητής Κώστας Μόντης αγαπούσε την πατρίδα του και ήταν αντίθετος με κάθε μορφή διχασμού του λαού. Μοναδική του έγνοια ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό. Έγινε μέλος της ΕΟΚΑ και ήταν πολύ περήφανος για τη συμμετοχή του σ’ αυτήν την οργάνωση, την οποία υπηρέτησε πιστά ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών της.

Γνώριζε σε βάθος τα ιστορικά γεγονότα, που αφορούσαν τον τόπο μας και τα απέδιδε ποιητικά με τον δικό του μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, όπως το γεγονός ότι πέρασαν από το νησί μας διάφοροι κατακτητές, που εκμεταλλεύτηκαν με τον χειρότερο τρόπο τον λαό μας, όμως αυτός ποτέ δεν δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει ή να απαρνηθεί τις καταβολές του.

Στο παρακάτω τετράστιχο εξιστορεί, με τον πιο παραστατικό τρόπο, το γεγονός αυτό. Γράφει:

Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες,

τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους.

Εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές

πάνω στον ρότσον τους.

Ασφαλώς, οι απαγχονισμοί νεαρών αγωνιστών της ΕΟΚΑ, στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τού 1955-1959, δεν θα άφηναν ασυγκίνητο τον ευαίσθητο ποιητή. Όταν οι Άγγλοι απαγχόνισαν τρία νεαρά παιδιά, τον Ανδρέα Παναγίδη, τον Μιχαήλ Κουτσόφτα και τον Στέλιο Μαυρομάτη, έγραψε με πόνο ψυχής:

Πού τρέχουν όλοι αυτοί,

γιατί τόση ταραχή

για να σκοτώσουν τρία παιδικά χαμόγελα;

Γιατί φοβούνται πως είναι τόσο δύσκολο

να σκοτώσουν αυτά τα χαμόγελα;

Για τον νεαρό Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ποιητή και αγωνιστή της ΕΟΚΑ, που απαγχόνισαν οι Άγγλοι στην τρυφερή ηλικία των δεκαεννιά ετών, έγραψε το δίστιχο:

      Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους,

      εκείνος διέκοπτε κι ανέβαινε στην αγχόνη.

Με απλά λόγια, ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης σταματούσε να γράφει ποιήματα σε νεαρή ηλικία και έδινε τη ζωή του για αυτά που πίστευε και υπερασπιζόταν. Τα λόγια του γίνονταν πράξεις και αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τα λόγια.

Χωρίς άλλο, η βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974 πλήγωσε σωματικά και ψυχικά τον απανταχού Ελληνισμό και, σίγουρα, τους ποιητές. Ο πόνος του Κώστα Μόντη για το κακό που μας βρήκε δεν περιγράφεται. Προσωποποιεί τη θάλασσα της Κερύνειας και δεν θέλει να πιστέψει πως αυτή, η αγαπημένη μας θάλασσα, δέκτηκε να περάσουν οι βάρβαροι Τούρκοι από τα νερά της και να καταλάβουν μεγάλο μέρος του νησιού μας. Γράφει:

            Είναι δύσκολο να πιστέψω

            πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,

            είναι δύσκολο να πιστέψω

            πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

Εκτός από τη θάλασσα της Κερύνειας, ο ποιητής δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο βουνό του Πενταδακτύλου, που υποδουλώθηκε και αυτό από τους Τούρκους, και να ζητήσει τη συνδρομή του για τον εξοβελισμό των βαρβάρων από το νησί μας. Γράφει:

            Ανασήκωσε την πλάτη

            κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου.

            Ανασήκωσε την πλάτη και απόσεισέ τους.

Στη συνέχεια, όταν φάνηκε εκ των πραγμάτων ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ύστερα από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή, ήταν ανέφικτη, εξέφρασε με τον δικό του τρόπο την απογοήτευσή και τον σπαραγμό του γι’ αυτό το γεγονός. Έγραψε σχετικά:

            Και τι θαγίνει τώρα;

            Θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια

            που’ ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»;

            Θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια

            που’ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένα με γιασεμιά…

            Θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας

            με τις ελληνικές σημαίες…

            Θα πετάξουμε το χάρακά

            και την τσάντα και την μπάλα και το ποδήλατο

            που γράφαν «Ένωση»;

            Αλήθεια. Πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;

Μεγάλος, πραγματικά μεγάλος ποιητής ο Κώστας Μόντης, αλλά και εθνικός ποιητής. Με τα ποιήματά του εξέφρασε τους πόθους, τους καημούς, τα όνειρα, τις ελπίδες, όπως και τους φόβους, τις απογοητεύσεις και τον σπαραγμό ενός ολόκληρου λαού.

*Φιλόλογος