Η θεμελιώδης αρχή της ισότητας των φύλων κατοχυρώνεται με έμφαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άμεσες και έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου απαγορεύονται προπαντός σε σχέση με την ισότητα της αμοιβής, τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη και τους όρους εργασίας.

Σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης άμεση διάκριση υπάρχει, όταν ένα πρόσωπο υφίσταται ευθέως για λόγους φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο πρόσωπο του αντίθετου φύλου σε ανάλογη κατάσταση. Αντίθετα, έμμεση διάκριση συνιστά μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική που μπορεί εντέλει να θέσει στην πράξη και κατ’ αποτέλεσμα πρόσωπα συγκεκριμένου φύλου σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα του αντίθετου φύλου, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Παραδείγματα απαγορευμένων έμμεσων διακρίσεων λόγω φύλου από αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση

Στην υπόθεση Καλλίρη (C-409/16) εξετάστηκε από το Δικαστήριο εθνική διάταξη που προέβλεπε ως προϋπόθεση για την εισαγωγή υποψηφίων στη σχολή αστυνομίας ανεξαρτήτως φύλου το ανάστημά τους να υπερβαίνει το 1,70 μ. Όπως έγινε δεκτό, μολονότι η εκπλήρωση αστυνομικών καθηκόντων που αφορούν στην προστασία των προσώπων και των αγαθών, τη σύλληψη και την επιτήρηση των αυτουργών εγκληματικών πράξεων, καθώς και τις προληπτικές περιπολίες ενδέχεται να απαιτούν τη χρήση σωματικής δύναμης και να προϋποθέτουν ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, εντούτοις ορισμένα άλλα αστυνομικά καθήκοντα, όπως η συνδρομή προς τους πολίτες ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας, δεν φαίνεται να απαιτούν σημαντική σωματική προσπάθεια.

Εξάλλου, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι για όλα τα καθήκοντα της Αστυνομίας απαιτείται ιδιαίτερη φυσική κατάσταση, αυτή δεν φαίνεται να συνδέεται κατ’ ανάγκη με ορισμένο ελάχιστο ανάστημα ούτε είναι αυτονόητο ότι όσοι έχουν ανάστημα μικρότερο από αυτό τη στερούνται. Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός, τον οποίο επιδιώκει η ρύθμιση θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα που θα συνεπάγονταν λιγότερα μειονεκτήματα για τις γυναίκες, όπως η προκαταρκτική επιλογή των υποψηφίων για το διαγωνισμό κατάταξης σπουδαστών βάσει ειδικών δοκιμασιών για τη διαπίστωση των σωματικών ικανοτήτων τους. Εντέλει κρίθηκε ότι οι διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι αντίθετες σε νόμο κράτους μέλους, ο οποίος φέρνει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών και ο συγκεκριμένος λόγος δεν θεωρείται ούτε πρόσφορος ούτε αναγκαίος για την επιτευξη του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει.

Σε σχέση με την ισότητα της αμοιβής

Στην απόφαση Bilka (170/84) το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα μέτρο που αποκλείει τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης από ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα συνιστά έμμεση διάκριση, εάν επηρεάζει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο εν λόγω αποκλεισμός δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Εξάλλου, στην υπόθεση Leone and Leone (C-173/13) διαπιστώθηκε ότι διάταξη αυτή καθεαυτή που προβλέπει ότι ευεργέτημα προσαύξησης των συντάξιμων ετών χορηγείται στους υπαλλήλους και των δύο φύλων υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν διακόψει τη σταδιοδρομία τους για συνεχή ελάχιστη περίοδο δύο μηνών για να αφοσιωθούν στην ανατροφή ενός τέκνου, είναι φαινομενικά ουδέτερη όσον αφορά το φύλο του ενδιαφερομένου, εφόσον, ιδίως, τις δυνατότητες διακοπής της σταδιοδρομίας που προβλέπει η νομοθεσία, δεν φαίνεται να τις διαθέτουν νομίμως μόνον οι υπάλληλοι ενός εκ των δύο φύλων.

 Όμως, παρά την φαινομενική αυτή ουδετερότητα το κριτήριο που χρησιμοποιείται στην εθνική διάταξη, έχει ως αποτέλεσμα το οικείο πλεονέκτημα να εφαρμόζεται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών. Στην απόφαση Brachner κρίθηκε ότι αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό δίκαιο ρύθμιση του εθνικού δικαίου που καταλήγει να αποκλείει από μια κατ’ εξαίρεση αύξηση των συντάξεων ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό συνταξιούχων γυναικών από ό,τι συνταξιούχων ανδρών (C‑123/10).

Σε σχέση με τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Στις 29 Ιουλίου 2020 διοικητικό δικαστήριο της Ισπανίας απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, εκφράζοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με το ευρωπαϊκό δίκαιο εθνικής διάταξης, σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών, δεν έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν εισφορές προκειμένου να αποκτήσουν δικαίωμα λήψης παροχών ανεργίας. Συναφώς, διαπιστώθηκε ότι η επίδικη εθνική διάταξη δεν εισάγει διάκριση βασιζόμενη άμεσα στο φύλο, δεδομένου ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών.

Όμως, από τα στατιστικά στοιχεία που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι ο αριθμός των μισθωτών που υπάγονταν στο εν λόγω γενικό σύστημα ήταν 15.872.720, εκ των οποίων 7.770.798 γυναίκες (48,96 % των μισθωτών) και 8.101.899 άνδρες (51,04 % των μισθωτών). Αφετέρου, η ομάδα μισθωτών που ήταν ασφαλισμένοι στο ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών αριθμούσε 384.175 εργαζομένους, εκ των οποίων 366.991 ήταν γυναίκες (95,53 % των ασφαλισμένων στο ειδικό αυτό καθεστώς, ήτοι 4,72 % των γυναικών μισθωτών) και 17.171 ήταν άνδρες (4,47 % των ασφαλισμένων στο ειδικό καθεστώς, ήτοι 0,21 % των ανδρών μισθωτών). Επομένως, προέκυψε ότι το ποσοστό των γυναικών μισθωτών, οι οποίες υπάγονται στο γενικό ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και θίγονται από τη διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την επίμαχη εθνική διάταξη είναι σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο των ανδρών μισθωτών με αποτέλεσμα η σχετική διάταξη να εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου (CJ, C‑389/20).

Σε βάρος του γυναικείου φύλου

Παρά το γεγονός ότι κάποιες υποθέσεις αφορούν σε έμμεσες διακρίσεις σε βάρος του ανδρικού φύλου, η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά καταφανώς σε έμμεση διακριτική μεταχείριση σε βάρος του γυναικείου φύλου. Παρόλο που ο τομέας της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζει βελτίωση, οι γυναίκες φαίνεται ότι εξακολουθούν να μην έχουν ίση πρόσβαση στην απασχόληση και ίσες συνθήκες εργασίας σε σύγκριση με τους άνδρες, αποτελώντας το μεγαλύτερο ποσοστό των χαμηλόμισθων, των μερικώς απασχολούμενων, των εργαζομένων σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, με μεταβαλλόμενο ωράριο εργασίας και με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Εξάλλου, οι ανισότητες μεταξύ γυναικών και ανδρών και στον εργασιακό τομέα επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η συνεπής εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και η εμπέδωση της σαφούς οικείας νομολογίας του Δικαστηρίου μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην επίτευξη της πλήρους εξάλειψης των διακρίσεων λόγω φύλου ως θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου (βλ. εκτενώς μελέτη Β.Καραγκούνη στο: https://www.dimosiodikaio.gr/wp-content/uploads/dd/2023/1/dd_2023_1_karagouni.pdf).

*Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Frederick.