Ο Λοΐζος Πουργουρίδης γράφει για τη βαλίτσα που περιμένει 50 χρόνια τώρα να γυρίσει πίσω στην πόλη της Αμμοχώστου.

Πενήντα χρόνια βρίσκεται στη γωνιά του δωματίου, σκονισμένη σκουριασμένη, γεμάτη νεανικά όνειρα κι ελπίδες, μια πράσινη βαλίτσα, στέκει εκεί και περιμένει την ώρα του γυρισμού. Γιατί πράσινη; Γιατί έτσι έτυχε, ίσως το χρώμα της να συμβολίζει την ελπίδα που πάντα πεθαίνει τελευταία. Η εμφάνιση της μας θυμίζει τη μόδα της εποχής εκείνης.

Στην αρχή, βρισκόταν κοντά στη πόρτα για να είναι έτοιμη …τώρα βρίσκεται στη γωνιά… Στην αρχή, ήταν ελαφριά με τα λιγοστά πράγματα που είχαμε φέρει, με το πέρασμα των χρόνων έγινε πιο βαριά. Εκεί μέσα είναι τα παιδικά ρουχαλάκια που φέραμε μαζί μας και τώρα ούτε τα εγγόνια μας δεν χωρούν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν, κάναμε εγγόνια, που τώρα είναι παλικάρια και κοπέλες.

Τώρα, με τα γεράματα, η βαλίτσα έγινε πιο βαριά, δεν μπορούμε να τη σηκώσουμε, θα τη σηκώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, σαν έλθει η ώρα, κι ας δεν έχουν γνωρίσει την πόλη τους. Καθημερινά ακούν από τους γονείς, τον παππού και τη γιαγιά, για την όμορφη πόλη. Την είδαν από μακριά, μέσα στα συρματοπλέγματα.

Πόσες φορές μας έδωσαν ελπίδες γυρισμού και πόσες φορές μας απογοήτευσαν, ακόμα και τις τελευταίες ημέρες. Χιλιάδες τέτοιες βαλίτσες περιμένουν έτοιμες… Είναι και μερικές που δεν θα βρεθεί κανένας να τις σηκώσει, όταν έλθει η ώρα, γιατί οι γονείς έχουν πεθάνει και τα παιδιά λείπουν σε ξένες χώρες.