Η Κλεοπάτρα Μούσκου Παγίατα, ως φόρο μνήμης και τιμής προς τον πρώτο πεσόντα αγωνιστή του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59, Χαράλαμπο Μούσκο, που έχασε τη ζωή του στις 15 Δεκεμβρίου 1955, αποστέλλει την ομιλία του πανεπιστημιακού καθηγητή δρα Γιώργου Γιωργή που ο ίδιος εκφώνησε στο ετήσιο μνημόσυνο του ήρωα που έγινε την Κυριακή στις 10 Δεκεμβρίου.

Ο κορυφαίος ήρωας, ο πρώτος νεκρός της ΕΟΚΑ στη μάχη. Με τη θυσία του έκανε το συνώνυμο με την ευωδία επίθετό του λιβάνι του αγώνα για την ένωση με την Ελλάδα.

Γεννημένος το 1932 στην Παναγιά, μοναχογιός του Γιώργου και της Αναστασίας Μούσκου, είχε έξι αδελφές και ήταν πρώτος εξάδελφος του Εθνάρχη Μακαρίου. Τέλειωσε το Δημοτικό της γενέτειράς του και αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου.

Μετά την αποφοίτηση του εργάστηκε στο Τυπογραφείο της Αρχιεπισκοπής. Αγνός, γενναίος, ιδεολόγος εντάχθηκε από τους πρώτους στην ΕΟΚΑ και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στη Λευκωσία ως ένας από τους πέντε ομαδάρχες της πόλης. Συνελήφθη ύστερα από προδοσία, κατηγορήθηκε για κατοχή εκρηκτικών υλών, αλλά μετά τη σύλληψη του κατόρθωσε να δραπετεύσει. Οι Άγγλοι τον επικήρυξαν για 5.000 λίρες, ποσό τεράστιο για την εποχή.

Η επικήρυξη δημοσιεύθηκε την εφημερίδα της Αστυνομίας στις 19 Αυγούστου 1955 με την φωτογραφία του και περιγραφή του:

«Χαράλαμπος Μούσκος από την Παναγιά, κάτοικος Λευκωσίας, 23 χρόνων, ύψος 5.8΄΄, μαύρα σγουρά μαλλιά, λεπτό μουστάκι, καφετιά μάτια».

Εντάχθηκε στην ομάδα «Ουρανός» του Μάρκου Δράκου. Στις 15 Δεκεμβρίου η ομάδα έστησε ενέδρα στο Μερσινάκι κοντά στους αρχαίους Σόλους, στον δρόμο Λευκωσίας – Κάτω Πύργου, με όπλα γερασμένα, παλιά, που γρήγορα έπαθαν αφλογιστία. Ο Χαράλαμπος Μούσκος τραυματίστηκε θανάσιμα και βαριά πληγώθηκαν οι συναγωνιστές του Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ, που μετά την ανάνηψη τους εκτελέστηκαν με απαγχονισμό.

Όταν στον χώρο της ενέδρας έφτασαν στρατιωτικές και αστυνομικές ενισχύσεις, ο Μούσκος χαροπάλευε αλλά είχε τις αισθήσεις του. Τον πλησίασε πρώτος ο αστυνομικός Μιχαήλ Αντωνίου, που τον ρώτησε ποιος ήταν. «Είμαι ο Χαράλαμπος Μούσκος από την Παναγιά», απάντησε. «Πυροβόλησε με να πεθάνω». Έτσι μ’ αυτά τα λόγια έσβησε. Το άψυχο σώμα του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Πεντάγιας. Στην τσέπη του βρέθηκε ματωμένο ένα χαρτί με λίγους στίχους από τραγούδι της Βέμπο: «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα…»

Στις 17 Δεκεμβρίου η σωρός του παραδόθηκε για ταφή. Η κηδεία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη διαδήλωση του αγώνα. Η φάλαγγα του αυτοκινήτου που ξεκίνησε από την Πεντάγια για τη Λευκωσία συνεχώς μεγάλωνε, έγινε μια τεράστια πομπή. Στα χωριά, απ’ όπου περνούσε, ο κόσμος γονατιστός στις δυο πλευρές του δρόμου, έραινε το αυτοκίνητο με το νεκρό με δάφνες και λουλούδια. Τον αποχαιρετούσε με κεκλιμένο το γόνυ ένας ολόκληρος λαός. Ψάλλοντας πατριωτικά τραγούδια και τον εθνικό ύμνο.

Η Λευκωσία ετοιμάστηκε να υποδεχθεί τη σωρό του ήρωα στην Πλατεία Μεταξά. Ποτέ ξανά στην Πλατεία δεν είχε συγκεντρωθεί τόσο πλήθος. Το φέρετρο σήκωσαν στους ώμους οι μαθητές του Παγκυπρίου. Μεγάφωνα των επικουρικών καλούσαν το πλήθος να διαλυθεί. Αστυνομία και στρατός χρησιμοποίησαν άμετρη βία και έριξαν δακρυγόνα πάνω στους διαδηλωτές. Ένα έπεσε πάνω στο φέρετρο. Στο νέο κοιμητήριο υποδέχτηκε το νεκρό πλήθος λαού, πάνω από 5.000, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που προέστη της νεκρώσιμης ακολουθίας. Με τραγούδια έγινε η ταφή. Χιλιάδες κόσμου θρηνούσαν και τραγουδούσαν: «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά….» και «σκέπασε μάνα σκέπασε….».

Τη στιγμή που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο γονάτισαν όλοι και έψαλναν τον εθνικό ύμνο.

Ο θάνατος του Χαράλαμπου Μούσκου και η πάνδημη κηδεία του ανησύχησαν τον στρατάρχη Χάρτιγκ. Έδωσε από τότε οδηγίες οι νεκροί της ΕΟΚΑ να θάβονται στο κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών.

Ο Χαράλαμπος Μούσκος υπήρξε πρότυπο αγωνιστή. Πρότυπο ήθους. Ο θάνατος του ισότιμος με του Γιάλλουρου, του Δράκου, του Αυξεντίου, του Μάτση, των νεκρών του Αχυρώνα.

Υποκλινόμαστε στη θυσία του. Η μνήμη του αιώνια.