Ο Χριστόδουλος Τζιονής, φιλόλογος, γράφει για λέξεις που έχουν ως γνώρισμά τους τη διασταύρωση ή συσχέτιση στοιχείων της καθαρεύουσας και της δημοτικής.
Το υβρίδιο είναι λέξη ξενικής προέλευσης και συνδέεται άμεσα με την επιστήμη της Βιολογίας. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ζώο ή το φυτό, που προέρχεται από τη διασταύρωση γενετικώς ανόμοιων ατόμων. Στην περίπτωση της γλώσσας, υβρίδια ονομάζονται οι σύνθετες λέξεις, των οποίων τα στοιχεία προέρχονται από δύο διαφορετικές γλώσσες, όπως ηλεκτροσόκ, τηλεκάρτα, τηλεκοντρόλ.
Η ορθογραφία της λέξης «υβρίδιο» δεν δικαιολογείται και εικάζεται ότι αποτελεί παρετυμολογία της αρχαίας λέξης «ύβρις, ύβρεως». Το υβρίδιο δεν έχει καμιά σημασιολογική συγγένεια με αυτήν.
Το Γλωσσοσκόπιο εισηγείται έναν επιπρόσθετο τύπο γλωσσικών υβριδίων, τα οποία έχουν ως γνώρισμά τους τη διασταύρωση ή συσχέτιση στοιχείων της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Χωρίς άλλο, αυτά τα υβρίδια είναι νόθα και με τα σημερινά δεδομένα θεωρούνται γλωσσικώς λανθασμένα.
Σχετικά είναι τα λάθη που εντοπίζονται σε ρηματικούς τύπους οριστικής παρατατικού παθητικής φωνής. Γράφει ο δημοσιογράφος: α) …η βόμβα πιθανώς να είχε περάσει στο αεροσκάφος με στόχο τη δολοφονία του Γεωργίου Γρίβα, που θεωρείτο ότι είχε κλείσει θέση στην πτήση…
Από το πιο πάνω απόσπασμα, απομονώνουμε τον ρηματικό τύπο «θεωρείτο», επειδή πρόκειται για νόθο γλωσσικό υβρίδιο. Ο δημοσιογράφος που έγραψε το σχετικό κείμενο, υπέθεσε ότι, με την παράλειψη της συλλαβικής αύξησης του ρήματος (ε-θεωρείτο), ο λόγιος τύπος «εθεωρείτο» μετατρεπόταν σε τύπο της δημοτικής γλώσσας (θεωρείτο). Στην πραγματικότητα, τέτοιος τύπος είναι ανύπαρκτος και, ως εκ τούτου, λανθασμένος. Ασφαλώς, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί είτε ακέραιος ο λόγιος τύπος «εθεωρείτο» είτε ο τύπος της δημοτικής, που είναι «θεωρούνταν».
Στη δημοτική, η οριστική παρατατικού παθητικής φωνής των ρημάτων σε -ούμαι, της οποίας η χρήση δυσκολεύει ουκ ολίγους, έχει ως εξής: θεωρούμουν, θεωρούσουν, θεωρούνταν, θεωρούμαστε, θεωρούσαστε, θεωρούνταν. Όπως βλέπουμε, το γ΄ ενικό και το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο προφέρονται και γράφονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Την ίδια κλίση με αυτήν τού «θεωρούμαι», ακολουθούν και άλλα ρήματα, που λήγουν σε-ούμαι, όπως: μιμούμαι, στερούμαι, καλούμαι, κινούμαι.
Είπαμε και πιο πάνω ότι η χρήση του λόγιου τύπου «εθεωρείτο» είναι θεμιτή. Με τον ίδιο τρόπο, λέμε και γράφουμε στο γ΄ πρόσωπο οριστικής παρατατικού παθητικής φωνής: εμιμείτο ή μιμούνταν (όχι μιμείτο), εστερείτο και στερούνταν (όχι στερείτο), εκαλείτο και καλούνταν (όχι καλείτο), εκινείτο και κινούνταν (όχι κινείτο). Ο εμπλουτισμός της σημερινής Νεοελληνικής με στοιχεία από τις παλαιότερες περιόδους της γλώσσας μας αξιολογείται θετικώς και, σε καμιά περίπτωση, δεν αποτελεί απειλή για τη δημοτική.
Δυσκολεύουν ως προς την κλίση τους, στην οριστική παρατατικού παθητικής φωνής, και ορισμένα ρήματα, που λήγουν σε –μαι, όπως είναι το ρήμα «κείμαι». Συνώνυμά του είναι τα ρήματα «βρίσκομαι» και «κείτομαι». Κανονικά, το ρήμα«κείμαι» απαντάται μόνο στον ενεστώτα της Νεοελληνικής, όμως, για εμπλουτισμό της γλώσσας μας, θα ήταν πρέπον να χρησιμοποιείται και ο παρατατικός, του οποίου η κλίση έχει ως εξής: εκείμην, έκεισο, έκειτο, εκείμεθα, έκεισθε, έκειντο. Στο γ΄ πρόσωπο οριστικής παρατατικού παθητικής φωνής δεν λέμε και δεν γράφουμε «κείτο», αλλά «έκειτο». Το ρήμα παρουσιάζεται και σε σύνθετη μορφή, όπως διάκειμαι, σύγκειμαι, πρόσκειμαι, αντίκειμαι, υπόκειμαι, επίκειται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο τόνος αναβιβάζεται στην προπαραλήγουσα.
Και το ρήμα «τίθεμαι» δυσκολεύει αρκετούς χρήστες της γλώσσας μας. Στο γ΄ πρόσωπο οριστικής παρατατικού παθητικής φωνής, αρκετοί λένε και γράφουν «τίθετο» αντί του ορθού «ετίθετο».
Ακόμη και στις περιπτώσεις ρημάτων που λήγουν σε –ομαι, όπως λέγομαι, παιδεύομαι, διώκομαι, πλένομαι, μπορούμε να χρησιμοποιούμε, εκτός από τον κανονικό τύπο της οριστικής παρατατικού, που είναι: λεγόταν, παιδευόταν, διωκόταν, πλενόταν, και τον λόγιο τύπο, ήτοι ελέγετο (όχι λέγετο), επαιδεύετο (όχι παιδεύετο), εδιώκετο (όχι διώκετο), επλένετο (όχι πλένετο).
Χωρίς άλλο, ο εμπλουτισμός της σημερινής Νεοελληνικής με στοιχεία της λόγιας γλώσσας επιβάλλεται, αρκεί αυτά τα στοιχεία να γράφονται με τον σωστό τρόπο.