Ο Κυριάκος Πολυκάρπου, με αφορμή τις δύο δολοφονίες πρόσφατα, γράφει για την ανάγκη πάταξης του οργανωμένου εγκλήματος…
Οι δύο τελευταίες σοβαρές εγκληματικές ενέργειες που σημειώθηκαν σ’ αυτό τον καθημαγμένο τόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν η φυσική εξέλιξη του πολέμου του υποκόσμου, τον οποίο η Πολιτεία εδώ και χρόνια παρακολουθεί σε ρόλο παρατηρητή, ανίκανη να παρέμβει και να επιβάλει τον νόμο. Και Πολιτεία δεν είναι μόνο η Αστυνομία. Είναι η κυβέρνηση, η Βουλή, η Νομική Υπηρεσία και όλοι οι θεσμοί και μηχανισμοί που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου το οποίο έχει καταστήσει τον υπόκοσμο ανεπίσημο κράτος.
Το πλέον τραγικό είναι ότι οι πάντες γνωρίζουν και τη ρίζα του προβλήματος και τους «στρατούς» των ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί. Την ίδια ώρα, ουδείς βρίσκει το θάρρος να αναλάβει πρωτοβουλίες για ξήλωμα του παρακράτους, το οποίο έχει εισχωρήσει στις εμπορικές συναλλαγές, στην υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα, στην οικονομία και κυρίως στην Αστυνομία. Η δικαιολογία της τήρησης του γράμματος του νόμου δεν μπορεί πλέον να πείσει, καθώς δίνει την εντύπωση ότι ο νόμος λειτουργεί ως ασπίδα υπεράσπισης της παρανομίας. Η Βουλή και τα κόμματα, που δεν χάνουν ευκαιρία να εκφράζουν τις ανησυχίες τους για την έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος, δεν έχουν δείξει διάθεση να πολεμήσουν εναντίον του. Με προφάσεις, νομικισμούς και ακατάσχετο λαϊκισμό, δεν προχωρούν σε νομικές πράξεις (π.χ. παρακολούθηση τηλεφώνων) που θα βοηθήσουν να ελεγχθούν αυτοί που σήμερα –όχι αδίκως– θεωρούν πως είναι στο απυρόβλητο.
Η κυβέρνηση αναλώνεται σε προειδοποιήσεις κενές περιεχομένου και δεν τολμάει να κόψει τον ομφάλιο λώρο κράτους – εγκλήματος, που εκτείνεται σε προσωπικές σχέσεις, σε κουμπαριλίκια και περίεργες χρηματοδοτήσεις. Η Αστυνομία, που υποτίθεται πως εκ της φύσεως της βρίσκεται απέναντι στην παρανομία, για πάρα πολλά χρόνια ανέχεται μέλη της να παίζουν τον ρόλο «μπάτλερ» των νονών του υποκόσμου. Αστυνομικοί, σε αγαστή συνεργασία με τους ανθρώπους του οργανωμένου εγκλήματος, όχι μόνο παραμένουν σε θέσεις κλειδιά, αλλά αναλαμβάνουν να «πατάξουν» την παρανομία, μέρος της οποίας είναι οι ίδιοι.
Το οργανωμένο έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται γιατί κανείς στην πραγματικότητα δεν θέλει να το αντιμετωπίσει. Στην καλύτερη περίπτωση κάποιοι αναμένουν να εξαλειφθεί μέσα από τον πόλεμο των ομάδων του υποκόσμου. Και την επόμενη φορά που θα ξανασημάνει το νέο ραντεβού θανάτου, ας μην ακούσουμε τις ίδιες φανφάρες αποφασιστικότητας. Ας προηγηθούν οι παραδοχές ανικανότητας…