Ο Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης, με αφορμή πριν από λίγες ημέρες της επετείου του θανάτου του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, γράφει λίγα λόγια για «το ευγενικό αρχοντόπουλο της Αθήνας, που ξύπνησε την Ελλάδα και έσωσε τη Μακεδονία».

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Μακεδονία, που βρισκόταν κάτω από τον βαρύ Οθωμανικό ζυγό, κατασπαραζόταν από τον «καταραμένο όφι», τη βουλγαρική μισαλλοδοξία. Τα χωριά της τρομοκρατούνταν, οι ιερείς και οι ηρωικές δασκάλες, που «θέριευαν την αποσταμένη ελπίδα», κατασφάζονταν ανηλεώς. Η Μακεδονία ψυχορραγούσε. Μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στην Αθήνα επικρατούσε «άκρα του τάφου σιωπή». Η «Μεγάλη Ιδέα», που δονούσε πριν τις καρδιές των απανταχού Ελλήνων, ετάφη κάτω από το σάβανο της πολεμικής πανωλεθρίας. Οι δραματικές εκκλήσεις των υποδούλων Ελλήνων της Μακεδονίας, συναντούσε την παγερή πολιτική αδιαφορία. Ο μεγάλος μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, το 1902, περιέγραψε την κατάσταση αυτή με ένα στίχο του:  «Σβησμένες όλες οι φωτιές, οι πλάστρες μες τη χώρα…».

Τα λιμνάζοντα πολιτικά νερά, τα ανατάραξε τότε, ένα ευγενικό αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Παύλος Μελάς. Νεαρός αξιωματικός τότε, ο Παύλος Μελάς, αψήφησε τις συστάσεις των ανωτέρων του, άκουσε μόνο την επιτακτική φωνή της Ιστορίας που φώναζε σπαρακτικά: «Σώστε τη Μακεδονία…». Πήρε τότε την τρανή απόφαση. Άφησε τη γλυκιά του σύζυγο Ναταλία, τα λατρευτά του παιδιά Μιχαήλ και Ζωή, την ασφάλεια της Αθήνας και την εξασφαλισμένη σταδιοδρομία του. Πήρε τον δρόμο του χρέους και της εθνικής τιμής. Προχώρησε βόρεια και στις 28 Αυγούστου 1904 πέρασε τα σύνορα και έφτασε στην πανάρχαια γη των Μακεδόνων.

Ο Παύλος Μελάς δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γνώριζε πολύ καλά, πού πήγαινε! Είχε πλήρη συνείδηση ότι βάδιζε προς τη θυσία. Μόνο που αυτή ήλθε πολύ συντομότερα απ’ ότι και ο ίδιος λογάριαζε. Ενάμιση μόνο μήνα μετά το ερχομό του, στις 13 Οκτωβρίου 1904, έπεσε ηρωικά μαχόμενος στην Στάτιστα (σημερινός Μελάς) κοντά στην Καστοριά.

Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου Μελά έφτασε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1904. Πένθιμα άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο υπνωτισμένος από την άτολμη ηγεσία του λαός ξύπνησε. Τινάχτηκε όρθιος. Αντίκρισε αποφασιστικά την Ιστορία. Άκουσε τις φωνές του Μέγα Αλέξανδρου, του Παύλου Μελά, να τον καλούν να επιτελέσει το χρέος του. Σήμανε πανεθνικός συναγερμός. Αντάρτικα σώματα άρχισαν να περνούν καθημερινά τα σύνορα. Ο «καταραμένος όφις», ο βουλγαρικός  επεκτατισμός, κτυπήθηκε θανάσιμα. Η Μακεδονία σώθηκε. Άναψαν πάλιν οι «πλάστρες οι φωτιές…», σ’ όλη τη χώρα. Η μεγάλη εξόρμηση  (1912-1913),σε λίγα χρόνια ολοκληρώθηκε. Του Μεγάλου Αλέξανδρου η γη, η Ελληνικότατη Μακεδονία, η Ήπειρος και άλλα μέρη της Ελλάδας ανάπνευσαν έπειτα από αιώνων μαύρης σκλαβιάς τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας.

Είθε και σήμερα να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της εθνικής ραθυμίας ένας νέος Παύλος Μελάς, για να δούμε το πραγματικό εθνικό χρέος μας και για να φυσήξει πάλι, σ’ όλα τα αλύτρωτα μέρη του Ελληνισμού μας, η ζωογόνος αύρα της ελευθερίας.