Ο Γιάννης Πεγειώτης, εκπαιδευτικός – ερευνητής, γράφει λίγα λόγια για την διακεκριμένη Κύπρια εικαστικό, Ελένη Νικοδήμου, που έφυγε από τη ζωή στις 26 Αυγούστου.
Ήταν τότε που οι μεγαλύτεροι ημών πήραν καράβια, τρένα, φορτηγά κι αεροπλάνα και έφτασαν στο Παρίσι, το Μονπελιέ, τη Λυών. Άλλοι σφουγγάριζαν μπιστρό, άλλοι έβγαζαν βάρδιες στα περίπτερα. Οι σκληρότεροι,οι δυνατοί λάντζα και εργοτάξιο για να σπουδάζουν μετά την εισβολή. Να φύγουν μακριά. Ξεκίνησαν από την Αθήνα τη Θεσσαλονίκη ή την Πάτρα και κατέληξαν στη Γαλλία για μεταπτυχιακό διδακτορικά, εργαστήριο και ζωγραφιές, γλυπτά.
Τους γνώρισα στα χρόνια της δεκαετίας του ’90 όταν σχεδόν ήταν τριάντα ή και περισσότερο επέστρεφαν οριστικά ή κατά περιόδους στη Λευκωσία των φυλακίων που πότε δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν κι ας τους πόνεσε και πλήγωσε τόσο.
Ένα βράδυ αργά εισβάλλει στους Συμη δυτικά της Πύλης Αμμοχώστου μια αντάρτισσα ομιλητική με κάτι πρωτινον σ’ όλα της. Η Ελένη. Μου τη σύστησαν. Τη θυμήθηκα. Η αθλήτρια ζωγράφος με την εκπληκτική εκείνη συνέντευξη στην «Επίκαιρη», την εφημερίδα που όλοι οι αντάρτες αγαπούσαμε και στηρίξαμε όσο άντεχαμε και όσο γράφαμε.
Από τότε τη συναντούσα στη Χώρα, στα γραπτά, τις συνεντεύξεις της. Άλωνα τρέξιμο, ζωγραφική και η ευγνωμοσύνη στον Αντώνη Παπαδόπουλο, τ’ αδέρφιν του Γρηγόρη μας, που επέμενε να φύγει στην Αθήνα ως κορυφαία αθλήτρια και τη βοήθησε στο μεγάλο εκείνο άλμα που την οδήγησε σε μεγάλες κατακτήσεις σε πολλούς στίβους.
Πάντα είχε κάτι να διηγηθεί, να ιστορήσει. Πάντα τα κορίτσια των χωριών λένε ιστορίες. Αγαπούν και γελούν αλλόκοσμα.
Είχε μια σχέση ερωτική με το τρέξιμο, τον αγώνα, τη νίκη, τη χαρά. Αγαπούσε τον τόπον, τα δέντρα, το χώμα, το τοπίο, τις μυρουθκιές, τους ανθρώπους των χωριών, τις γυναίκες της Άλωνας, τη μάνα της ξεχωριστά.
Από εκείνες τις επιστροφές από τη Γαλλία η επιστροφή της Ελένης ήτο, φρονώ, η πλέον φωτεινή πλέον ριζιμιά. Διέσωσε το φρόνημα του βουνού μες την καρκιάν της. Ανδρεία, άφοβη, προσλαμβάνουσα το σύγχρονο, χωρίς να αρνηθεί το θεμελιώδες, το όντως αληθές.
Για κάποιον λόγον οι αληθεύοντες χορεύκουν με έναν τρόπο όλο χαρά και καημό. Όταν φεύκουν οι ολίγον μιαλλύτεροι, οι ολίγον μιαλλύτερες μας, π’ άνοιξαν δρόμους να δούμε φως, ό,τι να γράψεις εν καμός. Καμός ρωμεΐκος πρώτινος…