Ο γιατρός Νίκος Γρηγοριάδης δεν ξεχνά… και γράφει για τις μαύρες εκείνες μέρες του ’74.
Χαράματα Σαββάτου. Ύπνος ανήσυχος, προαίσθημα βασανιστικό, αόρατος εχθρός από το πουθενά κάτι κακό θα συμβεί. Τον τελευταίο καιρό υπήρχε μεγάλη ανησυχία, περίεργα πέρα δώθε και αστάθεια και η τρικυμία από το βάθος σε λίγο θα φτάσει. Φούσκωσε η θάλασσα και ξεβράζει πρωινιάτικα, καράβια Νεότουρκων. Σκιές ολέθρου αναπηδούν από τα σπλάχνα των βαποριών. Η λυγερόκορμη των αφρών, η Αφροδίτη των Μύθων θα δοκιμαστεί ξανά. Οι ήσυχες παραλίες γεμίζουν ουρλιαχτά σκουρόχρωμων ασκεριών. Η αγκαλιά της μάνας για τα βυζανιάρικα η μόνη ελπίδα διαφυγής.
Μια νέα τραγωδία μόλις άρχισε να ξεδιπλώνεται στην πραγματική της διάσταση. Αφανισμός ολόγυρα. Στα αυτιά μας σειρήνες και καμπάνες. Πόλεμος, πόλεμος, έχουμε πόλεμο. Ο πατέρας αλαφιασμένος πετάχτηκε έξω και γύρισε κρατώντας το κεφάλι. Η μάνα άναψε το καντήλι και το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια. Πόλεμο έχουμε με την Τουρκιά. Μπήκαν στην Κύπρο οι Tούρκοι. Πω πω συμφορά. Τα ίδια και τα ίδια. Άφωνοι, κιτρινισμένοι σαν κεριά από τον φόβο μόνο κουνάμε τα μάτια. Καινούργια πράγματα. Εμβατήρια, σειρήνες, επιστράτευση, πόλεμος. Χαθήκαμε. Ακούμε στο ραδιόφωνο. «Από πρωίας η Τουρκία στήνει προγεφυρώματα ανοιχτά της Κερύνειας.»
Ο Ετζεβίτ με την επιχείρηση «Αττίλας» εισβάλλει στην Κύπρο. Ο αμερικάνικος συμμαχικός παράγοντας μπερδεμένος, η Ρωσία σε ρόλο παρατηρητή, ο ΟΗΕ θα συγκληθεί κ.ο.κ. Οι φιλήσυχοι άνθρωποι θα γίνουν θαμμένοι αγνοουμένοι. Παναγιά μου τι μας βρήκε; Θεέ μου βοήθησε μας. Πώς θα ξεμπλέξουμε. Ο ήλιος έφεξε και τούτη την μέρα. Απίστευτο. Ζεστός, καλοκαιρινός για να τα φωτίσει όλα όσα γίνονται. Αλεξιπτωτιστές παντού, μάχες σκληρές, άμυνα χάρτινη. Είμαστε σκορποχώρι. Κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται. Μην μας αφήνεις Θεέ μεγαλοδύναμε στο έλεος του θανάτου, στην καταδίκη και στον αφανισμό μας. Ένα φαρμάκι ακόμη στα τόσα που μας κερνάει η ατυχία μας. Εκείνοι, οι άλλοι, «οι μπαγλαμάδες», οι ψεύτες, οι μεγάλοι, οι σκοτεινοί, οι δήθεν. Υποκρισία και τίποτε άλλο, όλα για τα μεγάλα συμφέροντα. Θέλουν να μας καταπιούνε. Γράψε, γράψε κι άλλα, θυμήσου, μην σταματάς. Γράψε αλήθειες. Μόνον τέτοιες. Ατσαλάκωτες, πικρές αλλά αλήθειες. Γράψε κι άλλα. Γράψε πόσο φοβήθηκες εκείνο το πρωί.
«Εμείς ξεριζωθήκαμε από τα σπίτια μας και χάσαμε ανθρώπους και βιός αλλά την αλήθεια την λέμε. Ξεκληριστήκαμε από τα λάθη των Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών. Έφταιγαν οι Έλληνες στην Αθήνα που έτρωγαν και μάλωναν και τους παρέσερναν οι ξένοι. Ήταν μοιρασμένα τα συμφέροντα. Διχασμό το λένε». Δεν το ξεχνώ. Το νησί με την τούρκικη μαχαιριά στο στήθος αιμορραγεί. Δεν ξεχνώ ότι είμαι και θα πεθάνω Έλληνας. Δεν ξεχνώ τον Ελληνισμό τον ξεπουλούν δικοί μας παράγοντες. Δεν ξεχνώ ότι η Κύπρος και η Μακεδονία πουλήθηκαν. Γράψε είπαμε, μην σταματάς, συνέχισε. Συνέχισε! Ήταν: 20 Ιουλίου 1974. Είναι: 20 Ιουλίου 2023. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.