Σήμερα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου εκτυλίσσεται μια ριζική και πρωτοφανής γεωπολιτική και ενεργειακή αναδιάταξη, η εμπλοκή των συμφερόντων είναι τεραστίων διαστάσεων. Σε αυτή την εμπλοκή θέλει να πρωταγωνιστήσει η Τουρκία η οποία οραματίζεται τον ρόλο της υπερδύναμης της περιοχής, ρόλο που έπαιζε κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πραγμάτωση των σχεδίων της, η Τουρκία θεωρεί εμπόδιο τόσο την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία επιδιώκει να καταλύσει, όσο και το σημερινό status quo στο Αιγαίο.
Οι τουρκικοί στόχοι για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας χρονολογούνται από το 1964. Από τότε, για την Τουρκία η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται «εκλιπούσα» (defunct). Στις προσπάθειές της, είχε διάφορους, κατά καιρούς, συνεργούς.
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο πρωταρχικός στόχος της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο του 1974. Το επεδίωξε, κατά τρόπο ασφυκτικά πιεστικό, στη διάσκεψη της Γενεύης, που ακολούθησε την πρώτη φάση της τούρκικης εισβολής, τον Αττίλα Ι.
Η πρώτη φάση της διάσκεψης της Γενεύης έλαβε χώρα από τις 25 ώς τις 30 Ιουλίου 1974. Αυτή η διάσκεψη συγκλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 5 του Ψηφίσματος 353/1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία καλούσε την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο ν’ αρχίσουν χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα κι η Τουρκία εκπροσωπήθηκαν στη Γενεύη από τους υπουργούς εξωτερικών James Callaghan, Γεώργιο Μαύρο και Turan Gunes, αντίστοιχα. Οι υπουργοί Eξωτερικών των τριών χωρών συμφώνησαν στην Κοινή Διακήρυξη της 30ής Ιουλίου 1974, που αποτελούσε για την ελληνική πλευρά ήττα. Η Κοινή Διακήρυξη δεν ανταποκρινόταν στα ουσιαστικά μέρη του Ψηφίσματος 353, ιδιαίτερα σ’ αυτά που απαιτούσαν τον άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης, την απόσυρση χωρίς καθυστέρηση από την Κύπρο του ξένου στρατιωτικού προσωπικού και την αποκατάσταση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Το πιο σημαντικό τμήμα της Διακήρυξης ήταν το ακόλουθο: «Οι υπουργοί σημείωσαν την ύπαρξη στην Κύπρο, στην πράξη (in practice), δύο αυτονόμων διοικήσεων, της ελληνικής κοινότητας και της τουρκικής κοινότητας. Χωρίς να προδικάζουν τα συμπεράσματα της κατάστασης αυτής, οι υπουργοί συμφωνούν να εξετάσουν στην προσεχή συνάντησή τους τα προβλήματα, που θα τεθούν λόγω της ύπαρξής τους». Σε συμπληρωματικό κείμενο που συνόδευε τη Διακήρυξη τονιζόταν, πως αυτή δεν δεσμεύει τα μέρη ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης Εγγύησης. Τούτο, έδινε στην Άγκυρα το πράσινο φως για να εξακολουθήσει την εισβολή.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο της Διακήρυξης της Γενεύης αφορούσε τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την «επανεγκαθίδρυση συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο» («the re-establishment of constitutional government in Cyprus»). Όχι της συνταγματικής κυβέρνησης. Συμφωνήθηκε να αρχίσουν προς τούτο περαιτέρω συνομιλίες στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου 1974. Συνομολογήθηκε όπως στις διαπραγματεύσεις για το Σύνταγμα θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Δεν χρειάζεται να εξαρθεί ιδιαίτερα, πως η Διακήρυξη της Γενεύης εξουδετέρωνε το Ψήφισμα 353. Τούτο ίσχυε μεταξύ άλλων για το συνταγματικό ζήτημα. Τη μεγάλη αυτή επιτυχία της Τουρκίας δεν την είχε αντιληφθεί ο Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος μόλις την προηγούμενη της Διάσκεψης είχε αναλάβει το υπουργείο Eξωτερικών της Ελλάδας. Όταν ρωτήθηκε, τι κυρίως επιτεύχθηκε στη Γενεύη, απάντησε: «Με τη διακήρυξη των τριών υπουργών Εξωτερικών επιτεύχθηκε η εμμονή των εγγυητριών δυνάμεων στην εφαρμογή του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, προπαντός όμως η ύφεση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας…». (Παύλος Ν. Τζερμιάς, Η Κύπρος, από την αρχαιότητα ώς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Τόμος ΙI, σελ. 734).
Στη δεύτερη φάση της διάσκεψης, που άρχισε στις 8 Αυγούστου 1974 και κράτησε ώς τις 14 Αυγούστου 1974, πήραν μέρος και ο Γλαύκος Κληρίδης, ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ο Ραούφ Ντενκτάς, ως εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Τουρκία δεν προσήλθε στη φάση αυτή της διάσκεψης για να διαπραγματευθεί. Κατά τρόπο εκβιαστικό και τελεσιγραφικό απαίτησε, είτε με το σχέδιο Ντενκτάς είτε με το σχέδιο Γκιουνές που υποβλήθηκαν, την πλήρη αποδοχή των επεκτατικών της σχεδίων. Και τα δυο σχέδια απέβλεπαν στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διχοτόμηση, με τη νομιμοποίηση των «δυο αυτονόμων διοικήσεων». Η από μέρους της ελληνικής πλευράς μη αποδοχή των σχεδίων της Τουρκίας, εμπόδισε την τελευταία να πραγματοποιήσει πλήρως τους στόχους της και να υλοποιήσει τα όσα πέτυχε στην πρώτη φάση της διάσκεψης της Γενεύης. Η Τουρκία μπορεί, με τη συνέχιση της εισβολής, να διχοτόμησε de facto την Κύπρο, όμως, δεν πέτυχε πλήρως τον στόχο της που απέβλεπε και στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εισβολή δεν επηρέασε τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σήμερα, 46 χρόνια μετά την εισβολή της στην Κύπρο το 1974 και την παγίωση των καταστάσεων που αυτή δημιούργησε, η Τουρκία παραμένει σταθερή στους στόχους της. Δεν επιδιώκει ούτε τη διχοτόμηση ούτε τη διπλή ένωση. Την de facto διχοτόμηση την έχει. Δεν της συμφέρει, προς το παρόν, η προσάρτηση των κατεχομένων. Ούτε επιδιώκει λύση δυο κρατών, γιατί, απλούστατα, αυτό δεν εξυπηρετεί τον πραγματικό στόχο της για έλεγχο όλης της Κύπρου. Προπάντων, αν το κράτος των Ελληνοκυπρίων θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το κράτος των Τουρκοκυπρίων όχι.
Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της, η Τουρκία εξακολουθεί να επιδιώκει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον γεωπολιτικό έλεγχο όλης της Κύπρου που θα οδηγήσει, σε εύθετο χρόνο, στην κατάκτησή της, με μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με τις προδιαγραφές που εμπεριέχονται στην «κοινή δήλωση» των Χριστόφια – Ταλάτ της 23/5/2008 και στην «κοινή διακήρυξη» των Αναστασιάδη – Έρογλου της 11/2/2014. Με την «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 αποδεχθήκαμε πλαίσιο συνομιλιών οι οποίες οδηγούν σε μια λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα, που θα το ιδρύσουν δυο «συνιστώντα κράτη», η Κυπριακή Δημοκρατία και η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας. Απώτερος στόχος της Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε, είναι η κατάληψη όλης της Κύπρου όταν βρει κατάλληλες τις συνθήκες. Τις ευκαιρίες, για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών, θα τις παράσχει στην Τουρκία η μη λειτουργικότητα της λύσης.
Μετά το ναυάγιο των συνομιλίων στο Κραν Μοντανά, φαίνεται πως οι τουρκικοί σχεδιασμοί άλλαξαν, παρά το ότι ο τελικός στόχος παραμένει. Δεν συμφέρει, προς το παρόν, στην Τουρκία οποιαδήποτε λύση, η οποία, αναπόφευκτα, θα οδηγήσει στην εξάλειψη της έντασης που δημιούργησαν οι ληστρικές επεμβάσεις της στην ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Έχει τάξει ως προτεραιότητά της, τώρα, την «ταϊβανοποίηση» των κατεχομένων, την αναβάθμιση του ψευδοκράτους και την υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που επιδιώκει εδώ και καιρό. Δηλαδή, όχι λύση δύο κρατών, αλλά δημιουργία μιας ενδιάμεσης ντε φάκτο κατάστασης πραγμάτων, μέσω της οποίας το ψευδοκράτος θα αρχίσει να έχει συναλλαγές πρώτα με την Κυπριακή Δημοκρατία και μετά με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς να αναγνωριστεί ως κράτος από τις άλλες χώρες και χωρίς να έχει με αυτές διπλωματικές σχέσεις. Θα έχει εμπορικές σχέσεις με απευθείας συναλλαγές, πολιτικές με άνοιγμα γραφείων που δεν θα ονομάζονται πρεσβείες αλλά αντιπροσωπείες, καθώς και σχέσεις αθλητικές, πολιτιστικές κ.λπ.
ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ ΤΟ ΣΑ ΓΙΑ ΑΟΖ
Αναφορικά με τις προκλητικές και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, το Συμβούλιο Ασφαλείας, προσπαθώντας να τηρήσει ίσες αποστάσεις, παίζει τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου», «εκφράζοντας τη βαθιά ανησυχία του για την περαιτέρω κλιμάκωση και τις αυξημένες εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο για την εξερεύνηση των υδρογονανθράκων» και «ζητεί τη μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, καλώντας τους ηγέτες των δύο κυπριακών κοινοτήτων και όλων των εμπλεκόμενων μερών να απέχουν από κάθε ενέργεια και ρητορική που θα μπορούσαν να βλάψουν τις πιθανότητες επιτυχίας». Συγκαλύπτεται η τουρκική επιθετικότητα με το πρόσχημα, προφανώς, να μη δυσχερανθεί η αποστολή των «καλών υπηρεσιών» του Γ.Γ. στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Ασφαλώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ διαφορετικά θα αντιδρούσε αν ήταν άλλος ο θύτης και άλλο το θύμα.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της τακτικής, Άγκυρα και Τουρκοκύπριοι επιδιώκουν να μεταβάλουν το πλαίσιο συζήτησης για την επαναλειτουργία των οδοφραγμάτων σε διαπραγμάτευση δυο «κρατικών οντοτήτων» της Κύπρου, ίσων μεταξύ τους. Αυτό ήταν και το πνεύμα και των δυο επιστολών του Αντόνιο Γκουτέρες προς τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον κατοχικό ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί σε σχέση με το θέμα των οδοφραγμάτων.
Και τίθεται το ερώτημα: Πώς ανακόπτεται η πορεία προς την «ταϊβανοποίηση»; Απάντηση στο ερώτημα θα επιχειρηθεί να δοθεί στην επόμενη παρέμβασή μου.
Eξίσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με ψευδοκράτος
Στις νέες μεθοδεύσεις της, η Τουρκία έχει, δυστυχώς, ως συνεργούς, διαχρονικούς άσπονδους φίλους μας, καθώς και τους γραφειοκράτες της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ. Η στάση εξίσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ψευδοκράτους και η μετατροπή τους σε «δυο πλευρές», είναι από καιρό που έχει χαραχθεί από τη γραμματεία του ΟΗΕ, τους μεσολαβητές του προσκηνίου και του παρασκηνίου και τους υποβολείς τους. Με τις αναφορές σε «δυο πλευρές», στο τελικό κείμενο του Ψηφίσματος που ενέκρινε πρόσφατα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την ανανέωση της θητείας της Ειρηνευτικής Δύναμης για έξι ακόμη μήνες, είναι εμφανής η πρόθεση των συντακτών του να εξισωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία με το κατοχικό καθεστώς. Είναι μια περαιτέρω προσπάθεια υπονόμευσης της διεθνούς προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξουδετέρωσης του Ψηφίσματος 186/1964 της 4/3/1964 που είχε κατοχυρώσει τη διεθνή αναγνώριση της ΚΔ και τη νομιμότητα της κυβέρνησής της που την εκπροσωπεί διεθνώς, αλλά και του Ψηφίσματος 541/1983 της 18/11/1983 που καταδίκαζε την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», καθώς και αυτών που, στη συνέχεια, τα επαναβεβαίωναν. Οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ εσκεμμένα και συστηματικά προβαίνουν σε τέτοιους είδους ενέργειες, παρασύροντας και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Αξίζει να ενθυμηθούμε τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ τον Φεβρουάριο του 2014 ότι «ατυχώς οι διαπραγματεύσεις ανεστάλησαν εξ αιτίας της αλλαγής κυβέρνησης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα της Κύπρου». Οι δικαιολογίες που δόθηκαν δεν ήταν πειστικές. Τα ίδια σχεδόν έγραψε και στην Έκθεσή του τον Δεκέμβριο του 2010, όπου αναφέρθηκε σε «εκλογές στον Νότο». Δεν επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος.