Στις αρχές Ιουνίου 2021, το ΡΙΚ αποφάσισε να διακόψει την εκπομπή του δημοσιογράφου Ανδρέα Γιόρτσιου και ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι αυτή ήταν μια εξόχως πολιτικά υποκινούμενη απόφαση, που σκοπό είχε τη φίμωση του πολιτικά καυστικού λογου του.
Αυτό που επιβεβαίωσε πλήρως την αίσθηση περί πολιτικής φίμωσης, ήταν η απειλή νομικών μέτρων εναντίον του δημοσιογράφου από το ΡΙΚ, αν αυτός δεν «κατεβάσει» τις εκπομπές του από τους λογαριασμούς του σε ΜΚΔ και η ξεκάθαρη πλέον λογοκρισία επί των υφιστάμενων εκπομπών του, που προφανώς θα διαγραφούν για λόγους ξεκάθαρα (μικρο)πολιτικούς, παραβιάζοντας κάθε αρχή δημοσιογραφικής ελευθερίας και έκφρασης, πλήττοντας καίρια ένα βασικότατο πυλώνα Δημοκρατίας.
Είναι ξεκάθαρη η διαπίστωση ότι, τα ΜΜΕ αποτελούν σήμερα την ιδεολογική υπερδομή που όχι μόνο αναπαράγει αλλά επεμβαίνει ενεργά και θα λέγαμε βίαια, στην τελική διαμόρφωση του «ιδεολογικού προϊόντος», που ουσιαστικά «επιβάλλει» στις μάζες στις οποίες απευθύνεται, πώς και τι να σκέφτονται.
Οι πολίτες, για να νοουνται ως τέτοιοι, θα πρέπει να μετέχουν ουσιαστικά της πολιτικής και του δημοσίου διαλόγου και να έχουν ουσιαστική πληροφόρηση επί των γεγονότων και των απόψεων πάνω σε αυτά.
Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου P5_TA(2004)0373, με τίτλο Ελευθερία Έκφρασης και Πληροφόρησης, όπου, αφού αναφερόταν πολύ συγκεκριμένα στην Ιταλία του μεγιστάνα πολυιδιοκτήτη ΜΜΕ Μπερλουσκόνι, καθόριζε:
….16. πιστεύει ότι η πολυφωνία στην ΕΕ απειλείται λόγω του ελέγχου των μέσων ενημέρωσης από πολιτικούς φορείς ή πρόσωπα και από ορισμένους εμπορικούς οργανισμούς, όπως διαφημιστικές εταιρείες, και ότι ως γενική αρχή η εθνική περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύεται τη θέση της ασκώντας επιρροή στα μέσα ενημέρωσης και ότι επιπλέον θα πρέπει να παρέχονται ακόμη αυστηρότερες εγγυήσεις όταν ένα μέλος της κυβέρνησης διαθέτει συμφέροντα στα μέσα ενημέρωσης.
78. τονίζει ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να θεσπιστεί νομοθεσία που να απαγορεύει σε πολιτικές προσωπικότητες ή σε υποψηφίους να διατηρούν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στα μέσα ενημέρωσης, πιστεύει ότι πρέπει να δημιουργηθούν νομικά μέσα που να εμποδίζουν κάθε σύγκρουση συμφερόντων, καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις που θα διασφαλίζουν ότι τα μέλη κυβερνήσεων δεν θα μπορούν να εκμεταλλεύονται τα συμφέροντα τους στον τομέα των μέσων ενημέρωσης για πολιτικούς σκοπούς……»
Το ΕΔΑΔ στην OZGUR GUNDEM v. TURKEY 16/3/2000 23144/1993, επί του άρθρου 10 ΕΣΔΑ, υπενθυμίζει την κρίσιμη σημασία της ελευθερίας εκφράσεως, που αποτελεί μία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις της καλής λειτουργίας της δημοκρατίας. Η πραγματική και αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας δεν εξαρτάται μόνο από την υποχρέωση του κράτους να απέχει από κάθε επέμβαση, αλλά μπορεί να απαιτείται η λήψη θετικών μέτρων για παροχή προστασίας της.
Η ιδιοκτησιακή αντίληψη
Στις ΗΠΑ, η Ανεξάρτητη Αρχή Επικοινωνίας (FCC) εξέδωσε την περίφημη Fairness Report, η οποία έθετε για πρώτη φορά με εξειδικευμένο και αναλυτικό τρόπο τις συναφείς υποχρεώσεις που αναφύονταν από τη δημόσια αποστολή των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών.
Στο πνεύμα αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση Red Lion vs FCC 1969, αρνήθηκε να δεχθεί την επίκληση της ατομοκεντρικής ιδιοκτησιακής αντίληψης περί των δικαιωμάτων επικοινωνίας.
Το αμερικανικό δικαστήριο απέρριψε ορισμένους ισχυρισμούς των ιδιοκτητών του σταθμού ότι εν γένει έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι το περιεχόμενο της εκπομπής τους, και άρα να αποκλείουν την πρόσβαση σε όποιους επιθυμούσαν.
Ο Ronald Myles Dworkin, Αμερικανός φιλόσοφος, νομικός και μελετητής του συνταγματικού δικαίου των ΗΠΑ, θεωρεί ότι, μόνο όταν ο λόγος είναι ελεύθερος, το κράτος σέβεται τους πολίτες του και τους αναγνωρίζει ηθική αυτονομία.
Το κράτος, μια κυβέρνηση ή μια πλειοψηφία δεν μπορεί να καθορίσει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ακούει το άτομο. Η ελευθερία του λόγου συνδέεται, έτσι, με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο πυρήνας της Πρώτης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος είναι να ενθαρρύνει τον έντονο διάλογο σε δημόσια θέματα και την κριτική όσων κατέχουν δημόσιο αξίωμα. Αυτός ο διάλογος είναι θεμελιώδης σε μια δημοκρατία, γιατί επιτρέπει στο λαό να συμμετέχει ενεργά στη διακυβέρνηση.
Η πρόσληψη αυτή του λόγου πήρε σάρκα και οστά με την υπόθεση Sullivan το 1964 και αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα μοντέλα για την ανάλυση της προστασίας του λόγου στις ΗΠΑ
Ο λόγος στη Sullivan είναι ο δημόσιος λόγος, ο διάλογος επί δημοσίων θεμάτων. Η προστασία του λόγου είναι η προστασία της ελεύθερης αγοράς των ιδεών. Η ελευθερία του λόγου συνδέεται με τη δημοκρατία και αντιμετωπίζεται ως θεμέλιο της αυτοκυβέρνησης των πολιτών.
Η βασική αντίληψη για τον λόγο εκφράζεται με την απαίτηση το κράτος να είναι ουδέτερο. Το κράτος μπορεί να παρέμβει ρυθμιστικά στον λόγο μόνο αν κρατήσει ουδέτερη στάση όσον αφορά το περιεχόμενο του λόγου.
Η δημόσια δράση των αξιωματούχων του δημοσίου πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης κριτικής. Η κριτική αυτή και ο δημόσιος διάλογος θεωρούνται βασικό συστατικό της δημοκρατίας της αυτοκυβερνώμενης πολιτείας.
Όσοι κατέχουν δημόσιο αξίωμα πρέπει να υπόκεινται σε δημόσια κριτική, ακόμα και αν αυτή είναι καυστική και έντονη, ακόμη και στο ακραίο σημείο που στηρίζεται σε ψέματα και ανακρίβειες, γιατί ο πολιτικός διάλογος, όταν αφορά δημόσια δράση δημοσίων προσώπων, μπορεί να περιορίσει την προστασία της τιμής και της υπόληψης τους.
Τέθηκε και τίθεται πάντα ο προβληματισμός ότι, αν μια δημοκρατία αρχίσει τις «βελτιωτικές» παρεμβάσεις στην προσωπικότητα των πολιτών της, δύσκολα θα συγκρατηθεί και δεν θα συνεχίσει την «ανακαίνιση» μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό γι’ αυτή αποτέλεσμα
Η δυσπιστία προς ένα κράτος – ρυθμιστή, το οποίο είναι σε θέση να κάνει σωστές επιλογές για το ποιος λόγος επιτρέπεται και ποιος απαγορεύεται, συμβαδίζει με την ελευθερία του πολίτη να επιλέξει τι θα πει, καθώς και τι θα ακούσει.
Γιατί δεν μπορεί το ΡΙΚ
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εφάρμοσε ένα τεστ αναλογικότητας, το οποίο επέτρεπε μια πιο ελεύθερη στάθμιση από τον κανόνα της Sullivan, αλλά είχε πολλά κοινά σημεία με αυτόν.
Σύμφωνα με το τεστ αυτό, όταν ένας νόμος περιορίζει σημαντικά την ελευθερία της επικοινωνίας σε πολιτικά θέματα και σε θέματα που αφορούν τη διακυβέρνηση, ο νόμος αυτός πρέπει να είναι «εύλογα κατάλληλος και πρόσφορος για να υπηρετήσει ένα νόμιμο σκοπό».
Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το ΡΙΚ δεν μπορεί να διαγράψει τις εκπομπές του Ανδρέα Γιόρτσιου, ακόμη και αν υπάρχει σχετική σύμβαση, βάσει του νόμου περί Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας, παρά μόνο αν το ΡΙΚ αποδείξει ότι αυτή η διαγραφή δεν προσβάλλει το δικαίωμα έκφρασης και πολιτικής κριτικής και ότι, περαιτέρω, η διαγραφή αυτή υπηρετεί όντως έναν νόμιμο σκοπό, που προσωπικά θεωρώ ότι δεν υπάρχει.
* Advocates-Legal Consultants