Η απόκτηση ακίνητης περιουσίας από Άγγλους μετά την 31.12.2020, που έληξε η μεταβατική περίοδος λόγω Brexit, διαχωρίζεται μεταξύ εκείνων που αγόρασαν ακίνητο πριν από την εν λόγω ημερομηνία, για τους οποίους δεν απαιτείται άδεια από τον οικείο Έπαρχο για μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα τους και εκείνους που θα αποκτήσουν ακίνητη περιουσία κατόπιν αγοράς, δωρεάς ή κληρονομιάς μετά την ανωτέρω ημερομηνία, για τους οποίους απαιτείται η σχετική άδεια.

Για αυτούς, όπως και για πολίτες ή νομικά πρόσωπα κρατών μη μελών της Ε.Ε. που επιθυμούν να αποκτήσουν ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο, εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία, Κεφ.109, οι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα από το Υπουργικό Συμβούλιο και οι σχετικές εγκύκλιοι. Σύμφωνα με αυτούς, άδεια για κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας από αλλοδαπό χορηγείται μόνο για απόκτηση μέχρι δύο μονάδων, οι οποίες μπορούν να βρίσκονται σε διαφορετική ανάπτυξη και να αφορούν είτε δύο μονάδες κατοικίας, είτε μία μονάδα κατοικίας και κατάστημα μέχρι 100 τ.μ., είτε μία μονάδα κατοικίας και γραφείο με εμβαδό μέχρι 250 τ.μ. Επίσης, άδεια χορηγείται για κτήση οικοπέδου ή γης που δεν έχει διαχωριστεί σε οικόπεδα με έκταση μέχρι 3 σκάλες, δηλαδή 4.000 τ.μ., εφόσον αυτή προορίζεται για την ανέγερση κατοικίας για ιδιοκατοίκηση. Σε περίπτωση ζεύγους, παραχωρείται μόνο μία άδεια.

Όσον αφορά πολίτη ή νομικό πρόσωπο κράτους μέλους της Ε.Ε. δεν χρειάζεται άδεια από τον Έπαρχο για την απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας και δεν υπάρχουν περιορισμοί που να αφορούν την έκταση, το είδος και το σκοπό της ακίνητης περιουσίας που μπορεί να αποκτήσει στην Κύπρο. Συνεπώς, οποιοσδήποτε αλλοδαπός μπορεί να συστήσει κυπριακή εταιρεία και να αποκτήσει ακίνητη περιουσία ανεξάρτητα από τη διευθυντική ή μετοχική δομή της, χωρίς κανένα περιορισμό. Τίθεται εύλογα το ερώτημα γιατί να υπάρχουν οι ανωτέρω περιορισμοί για τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον μπορούν να αποκτήσουν ακίνητη ιδιοκτησία μέσω εταιρείας. Προκύπτει επίσης ότι το Κεφ.109 χρήζει εκσυγχρονισμού, αφού πολλές πρόνοιες του δεν εφαρμόζονται ή τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν ουσιωδώς. 

Οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ.109 αποτελούν πλέον παραδοξότητα, εφόσον επιβάλλουν περιορισμούς τόσο στα φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα, ενώ για τα νομικά πρόσωπα δεν εφαρμόζονται στην πράξη. Για το αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο δεν επιτρέπεται η απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο έκτασης μεγαλύτερης από 4.000 τ.μ. ούτε δικαιούται να καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο του στο Κτηματολόγιο και τίθεται μάλιστα περιορισμός για το σκοπό της απόκτησης της. Είναι μεν δυνατή η αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας έκτασης μεγαλύτερης από την επιτρεπόμενη, όμως δεν επιτρέπεται η κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, αφού μια τέτοια ενέργεια καταστρατηγεί τη νομοθεσία. Επομένως, ο αλλοδαπός μπορεί υπό τις περιστάσεις να αποκτήσει ενοχικό όχι όμως και εμπράγματο δικαίωμα πάνω στην ακίνητη ιδιοκτησία που αγόρασε, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να την εγγράψει στο όνομα του.  

Με βάση τα ισχύοντα για απόκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας από αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο, απαραίτητα στοιχεία είναι η υποβολή αίτησης στον Έπαρχο σύμφωνα με τον τύπο 145, στην οποία ζητούνται στοιχεία του αιτητή, όπως η χώρα και η διεύθυνση μόνιμης διαμονής του ή η διεύθυνση διαμονής του στην Κύπρο, στοιχεία του διαβατηρίου του, επάγγελμα, οικογενειακή κατάσταση, αριθμός και ηλικία τέκνων, οικονομική κατάσταση, λεπτομέρειες άλλης ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο που ανήκει στον αιτητή ή μέλος της οικογένειας του. Επίσης, ζητούνται στοιχεία της ιδιοκτησίας για την οποία γίνεται η αίτηση, στοιχεία του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, τιμή και σκοπός αγοράς του ακινήτου, στοιχεία για τις επισκέψεις του αιτητή στην Κύπρο και κατά πόσο προτίθεται στο μέλλον να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κύπρο και άλλες συναφείς πληροφορίες. Περαιτέρω, ζητείται χωρομετρικό σχέδιο, αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας, αντίγραφο της άδειας οικοδομής εκτός εάν εκδόθηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας, αντίγραφο του δεόντως χαρτοσημασμένου αγοραπωλητηρίου εγγράφου, κάτοψη της κατοικίας ή του διαμερίσματος εξαιρουμένων παλαιών κατοικιών που αναφέρονται στον τίτλο, ενώ σε περιπτώσεις διαχωρισμού οικοπέδων απαιτείται να υποβάλλεται σχέδιο διαχωρισμού και σε περιπτώσεις οικιστικών αναπτύξεων να υποβάλλεται σχέδιο όπου να φαίνεται η θέση της κατοικίας στο κτήμα. 

Είναι κατανοητό να ζητούνται συγκεκριμένα στοιχεία από αλλοδαπούς που επιθυμούν να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Κύπρο, ιδιαίτερα η πηγή εισοδήματος και η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όμως εκείνο που απαιτείται από μέρους της πολιτείας είναι ο έλεγχος της χρήσης του ακινήτου και τα εισοδήματα που αποφέρει στον αιτούντα μετά την αγορά του για να αποφεύγεται τυχόν φοροδιαφυγή. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα