Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες, αλλά και αυτές που προηγήθηκαν στην ορεινή Λάρνακας και Λεμεσό έριξαν την πανδημία από τα πρωτοσέλιδα της επικαιρότητας. Μπορεί αυτό να είναι παροδικό -αφού ο κορωνοϊός παραμένει δυστυχώς στην κοινότητα- αλλά όλα δείχνουν πως η κλιματική αλλαγή και οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα απασχολούν ολοένα και περισσότερο όχι μόνο την επικαιρότητα, αλλά το σύνολο των πολιτών διεθνώς. Οι επιστήμονες εδώ και χρόνια προειδοποιούν για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις έστω και καθυστερημένα τους αφουγκράστηκαν, τέθηκαν στόχοι – αρκετοί για αρκετούς ιδιαίτερα φιλόδοξοι-, αλλά δεν αποκλείεται το τρένο πλέον να έφυγε…
Τα όσα διαδραματίζονται τελευταίως στη γειτονιά μας ευρύτερα, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου είτε αυτό ονομάζεται φονικές πλημμύρες είτε φονικός καύσωνας ή πυρκαγιές που μετατρέπονται σε τεράστιες φυσικές καταστροφές τουλάχιστον αυτό δείχνουν. Αν και το θέμα μπήκε πλέον και στην ατζέντα της χώρας μας με σχεδιασμούς και κίνητρα για ώθηση στην κυκλική και πράσινη οικονομία, φαίνεται πως στα βασικά είμαστε ακόμα αρκετά πίσω.
Απτό παράδειγμα αποτελεί η αέναη προσπάθεια για χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς που για την ώρα ακούνε αποκλειστικά στο όνομα λεωφορεία. Παρά τους νέους αναδόχους, τον καινούργιο στόλο, τον κλιματισμό και άλλες υπηρεσίες που παρέχουν πλέον τα λεωφορεία, δυστυχώς η χρήση τους από τους ντόπιους παραμένει σε μη ικανοποιητικά επίπεδα. Όλοι μας επιμένουμε στην χρήση του αυτοκινήτου που «βολεύει» ακόμα και για τα καθημερινά δρομολόγια από και προς την εργασία μας, παρά την κίνηση στους δρόμους που ολοένα και αυξάνεται, αφού κάθε νοικοκυριό σήμερα είναι δεδομένο πως χρειάζεται για κάθε ενήλικο και ένα αυτοκίνητο.
Οι παράγοντες για την συνεχή μεγέθυνση του στόλου των αυτοκινήτων της χώρας είναι γνωστοί και πολλοί. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη υποδομών για φροντίδα παιδιών, τα ωράρια των όποιων υποδομών υπάρχουν, η νοοτροπία μας, η ρυμοτομία μας και πολλά άλλα. Φταίει ακόμα και που οι αναπτυξιακές δαπάνες επικεντρώνονται κυρίως σε νέους… δρόμους για τα -όλο και πιο- πολλά αυτοκίνητα μας. Ίσως περισσότερο όμως και η έλλειψη πραγματικών λεωφορειολωρίδων που θα έδιναν ένα πλεονέκτημα αν μη τι άλλο στη χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς, η απουσία των οποίων είναι σχεδόν βέβαιο πως καταδικάζει σε αποτυχία τις όποιες προσπάθειες για ενίσχυση της χρήσης των λεωφορείων.
Όμως, πλέον, η λήψη μέτρων για ενίσχυση και των μέσων μαζικής μεταφοράς, που μπορεί να μειώσει αισθητά τη μείωση ρύπων ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών κινδύνων και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, είναι μονόδρομος όπως δείχνουν και τα τελευταία γεγονότα. Η προσπάθεια φυσικά δεν πρέπει να εξαντλείται στα λεωφορεία ή στο τραμ που θέλει να εισάγει η κυβέρνηση, αλλά πρέπει να είναι συνεχής και με διάφορα προγράμματα. Το θετικό είναι πως στα σχολεία υπάρχει ευαισθητοποίηση γύρω από το θέμα και θεωρείται βέβαιο πως η αυριανή κοινωνία δεν θα είναι το ίδιο εχθρική όσο η δική μας και γενικά αυτές των τελευταίων δεκαετιών. Φτάνει να μην συνεχιστεί η καταστροφή που θα επιφέρει την πλήρη ερημοποίηση. Ήδη, πάντως, το κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι μετρήσιμο τόσο περιβαλλοντικά όσο και οικονομικά. Το λαμβάνουν μάλιστα υπόψη και οι οίκοι αξιολόγησης όπως αποδείχθηκε από σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε η Moody’s για την Ελλάδα μετά τις πυρκαγιές στη χώρα και τους πιστωτικούς κινδύνους του περιβαλλοντικού της προφίλ. Κόστος, πάντως, απαιτείται και για αναστροφή της σημερινής πορείας το οποίο επιβαρύνει τον καθένα μας.