Το Διεθνές Δικαστήριο (ICJ) εξέδωσε, στις 25.2.2019, συμβουλευτική γνωμοδότησή σχετικά με τις συνέπειες διαχωρισμού του Αρχιπελάγους Chagos από τον Μαυρίκιο το 1965, με την οποία έκρινε ως μη νόμιμη τη διατήρηση των βρετανικών βάσεων στο έδαφός του, καλώντας το ΗΒ να τερματίσει τη διοίκηση του, καθώς επίσης και όλα τα κράτη μέλη να συνεργαστούν για την ολοκλήρωση της αποαποικιοποίησης του κράτους αυτού, ενώ ήδη το ΗΒ διακήρυξε ότι απλά απορρίπτει τη γνωμοδότηση.

Σε σχέση με το ιστορικό, το ΗΒ συνέχισε την κατοχή του αρχιπελάγους Chagos ακόμη και μετά την ανεξαρτησία του Μαυρίκιου το 1968, καταβάλλοντας ως αντάλλαγμα 4 εκατομμύρια λίρες για τα νησιά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, περίπου 2.000 κάτοικοι απελάθηκαν βίαια, χωρίς δικαίωμα επιστροφής, έτσι ώστε το μεγαλύτερο νησί, Ντιέγκο Γκαρσία, να μισθωθεί στις ΗΠΑ για χρήση ως αεροπορική βάση.

Μετά τη γνωμοδότηση τέθηκε εκ νέου ένα ζήτημα που αφορά άμεσα την Κύπρο και ειδικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα πολιτών μας, σε σχέση με τις βρεττανικές βάσεις.

Σε μια ιστορική αναδρομή, να θυμίσουμε ότι τον Ιούλη του 1956 ο νεοεκλεγείς Αιγύπτιος Πρόεδρος Νάσερ εξήγγειλε την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, που ήταν το βασικό προπύργιο της παραπαίουσας Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που προκάλεσε παγκόσμιους τριγμούς και μια κρίση που μπορούσε να εξελιχθεί και σε μίνι παγκόσμιο πόλεμο, με εμλεκόμενους τη Σοβιετική Ένωση, την Αγγλία, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, το Ισραήλ και φυσικά την Αίγυπτο.

Η εθνικοποίηση του Σουέζ κατέλαβε εξ απροόπτου τους Βρετανούς, οι οποίοι όμως ήταν πρακτικά ανήμποροι να αντιδράσουν, αφού πλέον οι 80.000 επίλεκτοι του βρετανικού στρατού που φρουρούσαν τη Διώρυγα είχαν αποσυρθεί σταδιακά ύστερα από την συμφωνία  που έκαναν οι Βρετανοί με την Αίγυπτο το 1953, με τον όρο οι Βρετανοί να παραμείνουν εκεί μέχρι το 1968.

Και επειδή προφανώς στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή το διεθνές δίκαιο και οι εκπορευόμενες συμφωνίες είναι βασικά το δίκαιο της στρατιωτικής ισχύος, η απουσία αυτής της ισχύος, στην προκειμένη περίπτωση από τους Βρετανούς, ήταν αυτή που τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν το Σουέζ ταπεινωμένοι, σημαίνοντας ταυτόχρονα και το τέλος της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας.

Οι Βρετανοί κατέστησαν την Κύπρο, έκτοτε, το τελευταίο τους προπύργιο στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Ως εκ τούτου, είναι αντιληπτή η σημασία που έχει η Κύπρος για τα στρατηγικά συμφέροντα των Βρετανών στην περιοχή και θεωρώ ότι η όποια συζήτηση για πλήρη αποχώρησή τους από τον τόπο μας σε αυτή την ιστορική συγκυρία είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Έτσι θα λέγαμε ότι αν το ευκταίο θα ήταν η πλήρης αποχώρηση, το εφικτό κατά τη γνώμη μου είναι κάτι που θα ισορροπούσε μεταξύ του διεθνούς δικαίου και του δικαίου του ισχυρού, με νομικά ερείσματα τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο, όσο και απο το ΕΔΔΑ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου στην απόφαση PREECE VS «Εστία»  27/6/1991 Πολιτική Έφεση 7656, νομολόγησε ότι οι Βάσεις είναι μόνο στρατιωτικές, ΔΕΝ είναι κυρίαρχες, δεν είναι κράτος, ούτε αποικία, δεν έχουν Βουλή, νόμους κλπ και, ως εκ τούτου, η μόνη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί ανάμεσα σε άλλα είναι ότι ΔΕΝ νομιμοποιούνται να έχουν δικαστήρια αλλά ούτε και αστυνομία, η οποία μάλιστα να έχει οιναδήποτε εξουσία πάνω σε πολίτες της Κυπρου ή άλλων κρατών.

 

Η γνωμάτευση Σόλωνα Νικήτα

Στην κοινή έκθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών και Νομικών για το θέμα που τιτλοφορείται «Βρετανικές Βάσεις (πολιτικές και νομικές πτυχές)» της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 9 Ιουνίου 2005, ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρώην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Σόλων Νικήτας κατέγραψε:

«Η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται η παρουσία των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο είναι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960 μαζί με τα Παραρτήματά της, η οποία υπογράφηκε από τους εκλεγέντες Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ως πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Δρ. Κουτσούκ, ως τον πρώτο αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το νομικό αυτό πλαίσιο συμπληρώνεται από τις Διακοινώσεις, οι οποίες αντηλλάγησαν στις 16 Φεβρουαρίου 1960 και οι οποίες έχουν δεσμευτική νομική ισχύ από την ημερομηνία της υπογραφής τους.

Μια από τις σημαντικότερες Διακοινώσεις σχετίζεται με το θέμα της κυριαρχίας των βρετανικών βάσεων και με βάση τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, το Ηνωμένο Βασίλειο αυτοδεσμεύεται να μην προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σε σχέση με τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο. Οι ενέργειες στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο αυτοδεσμεύθηκε να μην προβαίνει είναι οι ακόλουθες:

Οι βρετανικές βάσεις δε θα αναπτύσσονται για σκοπούς άλλους από στρατιωτικούς.

ΔεΝ θα ιδρύονται και να τελούν υπό διοίκηση αποικίες…

Υπό το φως των πιο πάνω αυτοδεσμεύσεων σε σχέση με τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, καταδεικνύεται ότι οι βρετανικές βάσεις δεν έχουν παντοδύναμη κυριαρχία, αλλά ότι η ίδια η τότε αποικιακή δύναμη είχε εξ αρχής αυτοπεριοριστεί όσον αφορά τα δικαιώματά της».

Είναι αντιληπτό, ως εκ τούτου, ότι οι «δικαστές» των Βάσεων, που διορίζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη λήξη του συμβολαίου τους από το Υπουργείο, οι οποίοι «δικάζουν» όχι βάση των Νόμων της Κύπρου ή ακόμη και του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά «διαταγμάτων»/ordinances των Βάσεων, εκπίπτουν από κάθε έννοια συγκρότησης νόμιμου δικαστηρίου.

Σχετική επίσης είναι απόφαση του ΕΔΔΑ 3/7/2012, που καταδίκασε την Τουρκία, καταλήγοντας ότι το δικαστήριο ασφαλείας που καταδίκασε έναν Τούρκο αντικαθεστωτικό, δεν πληρούσε τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα όργανο για να θεωρείται ως νόμιμο δικαστήριο, αφού όπως αποφάνθηκε, στην τριμελή σύνθεσή του συμμετείχε ένας αξιωματικός που ανήκε στην στρατιωτική δικαιοσύνη, υπόκειτο σε στρατιωτική πειθαρχία και σε σχετική αξιολόγηση από τον στρατό, η θητεία του ήταν τετραετής και ο διορισμός του γινόταν με παρέμβαση του στρατού. 

Είχα χειριστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την Αίτηση 190/2015 όπου άμεσα και χωρίς περιστροφές αμφισβητήσαμε τη νομιμότητα αυτών των μορφωμάτων που επέβαλαν την παράνομη φυλάκιση του πελάτη μου, επικαλούμενα παραβιάσεις ordinance ωσάν να υπάρχει αποικιακό καθεστώς, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη στις 10/2/2016  ότι δεν έχει δικαιοδοσία επί αυτού.

Θεωρώ ότι ότι αυτό παραβιάζει με τον πιο έντονο τρόπο τα δικαιώματα των Κυπρίων Ευρωπαίων πολιτών.

Ως εκ τούτου, επιτέλους το Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει στο πνεύμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Preece, των νομικών γνωμοδοτήσεων του ICJ και του Γενικού Εισαγγελέα, να ρυθμίσουν το κορυφαίο αυτό θέμα αφού «οι κυβερνήσεις έχουν το βάρος για την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης προς αμοιβαίο όφελος».

* Advocates-Legal Consultants