Δηλαδή τώρα πρέπει να πιστέψουμε ότι οι εργαζόμενοι στο Τμήμα Αρχαιοτήτων βγήκαν στους δρόμους την περασμένη Τετάρτη σε τέσσερις πόλεις επειδή έχουν μεγάλη αγωνία μήπως και διαμοιραστούν οι αρχαιότητες της Κύπρου σε περίπτωση που θα λυθεί το Κυπριακό; Όποτε, εάν κι εφόσον και να ‘χαμε να λέγαμε;
Ρε, το δόλιο το Κυπριακό! Κατάντησε πανάκεια διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Όλως τυχαίως η αυθόρμητα… προγραμματισμένη αυτή εκδήλωση διαμαρτυρίας συνέπεσε χρονικά με τη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας όπου βρέθηκαν όλοι σχεδόν οι φορείς που ασχολούνται με την αρχαιολογική κληρονομιά και λειτουργώντας σχεδόν σαν χορωδία επανέλαβαν το γνωστό κουραστικό ποίημα.
Προς στιγμήν, καθώς τους άκουγα, πήγε ν’ αστράψει στο μυαλό μου μια υποψία: βρε μπας κι όλοι αυτοί γνωρίζουν από πρώτο χέρι κάτι παραπάνω από εμάς τους υπόλοιπους, κάτι που τους επιτρέπει να αισιοδοξούν ότι είναι θέμα χρόνου, ότι φτάνουμε κοντά στο τέλος της σήραγγας προς την πολυπόθητη λύση; Αυτό ήταν; Τα βάσανά μας τελειώνουν και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Δεν έχει σημασία που η Νομική Υπηρεσία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προκύπτει κανένα απολύτως συνταγματικό κώλυμα, δεν έχει καμία σημασία ότι η κοινή λογική λέει ότι την ευλογημένη ώρα που οι όποιες διαπραγματεύσεις ευοδωθούν οι θεσμικές και συνταγματικές ανακατατάξεις θα είναι τόσο συγκλονιστικές που μια επανατοποθέτηση του καθεστώτος των αρχαιοτήτων θα μοιάζει με βόλτα στην εξοχή.
Λέχθηκαν και πάλι πολλά. Ο πρώην διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Σοφοκλής Χατζησάββας, εκπροσωπώντας την Κυπριακή Εθνική Επιτροπή ΟΥΝΕΣΚΟ, αναφέρθηκε και στις προηγούμενες απόπειρες μεταφοράς του Τμήματος Αρχαιοτήτων επί Βασιλείου κι επί Κληρίδη, παραβλέποντας ωστόσο το γεγονός ότι τώρα η μετακίνηση δεν θα γίνει στο Υπουργείο Παιδείας αλλά σε μια νέα, ξεχωριστή δομή παρά τω Προέδρω, όπου η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς θα αποτελεί κυρίαρχο πυλώνα κι όχι μια δευτερεύουσα υπηρεσία ενός άσχετου υπουργείου.
Και γιατί δηλαδή οι αρχαιότητες «υποβιβάζονται» αν μεταφερθούν σε υφυπουργείο, αλλά αυτό δεν ισχύει και για τον σύγχρονο πολιτισμό που επίσης θα απαγκιστρωθεί από το «βαρύ» και πολυδαίδαλο χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Παιδείας; Η ναυτιλία, ο τουρισμός, η ψηφιακή πολιτική υποβιβάστηκαν; Και αναφέρομαι φυσικά στη θεσμική σκοπιά της μεταφοράς κι όχι στη λειτουργικότητα και την καταξίωση των σχετικών υφυπουργείων.
Τα προσκόμματα που προκύπτουν από την επιλεκτική προσκόλληση σε πρόνοιες του 1960, που κατά καιρούς τις ξεχειλώνουμε κατά το δοκούν, για ψύλλου πήδημα ή επειδή εν έτει 2021 το εναπομείναν κράτος πρέπει με κάποιον τρόπο να λειτουργήσει, μεταθέτουν την ουσία της συζήτησης από εκεί που θα έπρεπε να επικεντρώνεται. Στην επιχειρηματολογία του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των υπόλοιπων φορέων που άπτονται της πολιτιστικής κληρονομιάς ακούγονται σαν φωνές από το βάθος οι λόγοι ουσίας που εντείνουν τις επιφυλάξεις. Εκεί μάλιστα. Συμφωνούμε κι επαυξάνουμε. Πρέπει κάποια στιγμή οι εμπνευστές του νομοσχεδίου για την ίδρυση του Υφυπουργείου Πολιτισμού να πείσουν τους εμπλεκόμενους ότι η ιστορική αυτή αλλαγή στην πολιτιστική διακυβέρνηση θα πιάσει τόπο. Αυτό δεν γίνεται με τσιγκουνιές και με πομπώδεις εξαγγελίες περί «δημοσιονομικής ουδετερότητας». Το επόμενο βήμα στον πολιτισμό δεν μπορεί να γίνει με αλχημείες, αλλαγές πινακίδων και υποσχέσεις.
Αν οι εργαζόμενοι στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες δεν έχουν αντιδράσει κι αυτοί στη μετακίνησή τους αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι απελπισμένοι. Εδώ και σχεδόν μια 20ετία ακούν για αυτονόμηση και αναβάθμιση του τομέα κι έχουν δει πολλές απόπειρες να ναυαγούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θεωρούν προτεραιότητα και προϋπόθεση την ουσιαστική ενίσχυση και τη στελέχωση της υπηρεσίας τους, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις που διανοίγονται. Στελέχωση και ουσιαστική ενίσχυση χρειάζεται και ο τομέας των αρχαιοτήτων, ειδικότερα τώρα που θα κληθεί να λειτουργήσει αυτόνομα και να συμμετέχει σε οριζόντιες πολιτικές στο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για τον πολιτισμό.
Το ΥΠΠΑΝ λοιπόν, που «τρέχει» την υπόθεση του Υφυπουργείου Πολιτισμού θα έπρεπε να δει ξανά αυτή την υπόθεση της δημοσιονομικής ουδετερότητας και να πιέσει εκεί που πρέπει. Δεν φτάνει που στα τρία χρόνια τώρα που γίνεται η προετοιμασία κατάφερε να έχει όλους τους εμπλεκόμενους παραπονεμένους- κρατικούς και μη. Δεν φτάνει που έδωσε την εντύπωση κατά τη διατύπωση του νομοσχεδίου ότι δεν έλαβε καθόλου υπόψη θέσεις, προβληματισμούς και ενδοιασμούς όσων θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή κατά την εφαρμογή αυτής της πολιτικής -παρά τους περί του αντιθέτου επίσημους ισχυρισμούς. Τώρα πρέπει να πείσει με πράξεις ότι η αλλαγή συνιστά πραγματική αναβάθμιση.
Η κυβέρνηση πρέπει, δηλαδή, να προικίσει τη νύφη –το υφυπουργείο- πριν γίνει ο γάμος. Όχι μόνο για να κάμψει τους ενδοιασμούς του Τμήματος Αρχαιοτήτων που απειλούν να ναρκοθετήσουν για άλλη μια φορά την υπόθεση της αυτονόμησης του πολιτισμού. Και για λόγους ουσίας. Η υποστελέχωση σε όλες τις υπηρεσίες που θα ενταχθούν «φωνάζει». Στην πράξη, προκαλεί τεράστιες καθυστερήσεις και εν τέλει κοστίζει. Η ενιαία πολιτιστική πολιτική δεν γίνεται με λόγια. Κι αν έβγαιναν γι’ αυτό οι υπάλληλοι του Τμήματος Αρχαιοτήτων στους δρόμους, τότε όχι μόνο θα λέγαμε «μπράβο και χαλάλι τους» αλλά θα έπρεπε να τους ακολουθήσουν κι εκείνοι στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες.
Ελεύθερα, 14.10.2021