Το 2021 εξέπνευσε με κρότο και λυγμό και με μια απρόσμενη ανακούφιση, ανάλογη μ’ εκείνη που υπήρχε για το επάρατο 2020, που κακολογήθηκε το άμοιρο όσο λίγα έτη. Προφανώς, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ετήσια κοινοτοπία της πεσιμιστικής αισιοδοξίας μπροστά στη «λευκή κόλλα» μιας νέας χρονιάς που νομοτελειακά και πάλι θα αποχαιρετήσουμε μουτζώνοντας προς τα πίσω και μονολογώντας «κάθε πέρσι και καλύτερα».
Μπορεί από γραφιστικής και αριθμολαγνικής σκοπιάς το εκπνέον έτος να υστερούσε σε γοητεία και επιτακτικότητα από το αμέσως προηγούμενο, είχε όμως κι αυτό τα σημεία αναφοράς του, τις σουβλερές του ακίδες. Κυριότερη, βεβαίως, ήταν η επέτειος των 200 ετών από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το κλίμα της εποχής, οι έκτακτες συνθήκες και οι υγειονομικοί περιορισμοί κατά της πανδημίας, η οποία καβαλά αντιξόως και το 2022, δεν επέτρεψαν εκτεταμένους και έκθυμους εορτασμούς για τις μάζες του όπου Γης Ελληνισμού κι ο απόηχος των εκδηλώσεων αφήνει ένα μάλλον ξερό αντιβούισμα συμπύκνωσης και εσωστρέφειας.
Καλύτερα. Γιατί με ελάχιστες κραυγαλέες αλλά αναπόφευκτες εξαιρέσεις, αποφύγαμε το βαρύ κιτς και το πλουμιστό φολκλόρ των θριαμβικών τελετών, των αμείλικτων στερεοτύπων και των καφενειακών απλουστεύσεων. Το βάρος έπεσε σε πιο ζουμερές εκφάνσεις όπως συνέδρια, μελέτες, εκθέσεις, παραστάσεις αλλά και αξιόλογες εκδόσεις εγχώριου και διεθνούς ενδιαφέροντος. Η πραγματική συγκομιδή θα εκτιμηθεί τα επόμενα χρόνια και θα αφορά κυρίως το επιστημονικό σκέλος, τα ιστοριογραφικά πονήματα, τις επαναξιολογήσεις και επανατοποθετήσεις.
Ζυμώσεις και προστρίψεις στο πεδίο της ιστοριογραφίας έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται κι αυτό πρόκειται να αποτελέσει το ουσιώδες σκέλος της όλης διαδικασίας αξιοποίησης μιας μεγάλης και σπάνιας επετείου που έλαχε στη δική μας «βάρδια». Που όμοιά της, αν δεν βρεθεί το ελιξίριο της αιωνοβιότητας, δεν πρόκειται να προλάβουμε. Το σίγουρο είναι ότι αν υπάρχει μνήμη, αν υπάρχει χώρα, αν υπάρχει ιστορία, αν υπάρχει ανθρωπότητα σε εκατό χρόνια από σήμερα, εντελώς διαφορετικά θα αποτιμάται το ιστορικό εκείνο ορόσημο μέσα σ’ αυτή την πορεία.
Το πλέον κρίσιμο διακύβευμα της επετείου είναι ο αναστοχασμός ως άσκηση αυτογνωσίας κι όχι η εθνική καυχησιολογία. Και παραδόξως, μέσα στο κλίμα της παράνοιας, της αμορφωσιάς, του ανορθολογισμού κι ενός τοξικού νεοσυντηρητισμού, το βάρος ευτυχώς φαίνεται να έπεσε εκεί που έπρεπε: σε μια διαδικασία αναψηλάφησης και επαναπροσέγγισης εθνικών δοξασιών και θεσφάτων. Οπωσδήποτε, το μεγάλο στοίχημα από εδώ και πέρα είναι οι όποιοι καρποί της διαδικασίας αυτής να μη μείνουν στο αυστηρά ακαδημαϊκό πεδίο αλλά σε κάποιο στάδιο να γίνουν κτήμα του ευρέος κοινού.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί η διαδικασία αυτή καθώς η 200ή επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης δίνει τη σκυτάλη στην 100ή επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν δηλαδή θα γίνει και για μια εθνική ταπείνωση, κοσμοϊστορικών αναντίρρητα διαστάσεων, μια εξίσου ικανοποιητική διαχείριση όπως και για τον εθνικό θρίαμβο του ‘21. Επί της ουσίας πάντως οι δύο επέτειοι τέμνονται όχι μόνο ημερολογιακά αλλά και ιστορικά- ιδεολογικά. Σε πρώτο επίπεδο, είναι μια ευκαιρία να προκύψουν οι προϋποθέσεις, έστω και με καθυστέρηση μερικών αιώνων, για τη δημιουργία ενός ερμηνευτικού σχήματος αυτοπροσδιορισμού, μακριά από αλυτρωτικές αγκυλώσεις. Να δημιουργηθούν οι περιστάσεις για ένα άλμα προς το μέλλον χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, προς έναν ορίζοντα ορθάνοιχτο.
Μια παράμετρος- κλειδί είναι η επίγνωση ότι η μελέτη αυτών των οροσήμων δεν είναι ανεξάρτητη και αποσπασμένη από τη συνολική νεότερη ιστορία του νεοελληνικού κράτους, ενώ οι διασυνδέσεις με τη δημιουργία και εξέλιξη και του σύγχρονου κυπριακού κράτους δεν είναι καθόλου υπερβολικές.
Με ιστορικούς όρους, το 1922 εκτός από έτος καταστροφής ήταν κι ένα έτος εκκίνησης γι’ αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως σύγχρονη Ελλάδα. Μια εκτενής επιστημονική αποτίμηση πάνω σε όσα οδήγησαν στις καταιγιστικές εξελίξεις εκείνης της εποχής και όσα ακολούθησαν μέχρι το 1924 με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και τον ερχομό των ξεριζωμένων στο χωνευτήρι της μητροπολιτικής Ελλάδας θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμη. Κι ακόμη πιο χρήσιμη θα ήταν μια εξελικτική εκτίμηση της διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας ελέω ακριβώς των συγκλονιστικών εκείνων συμβάντων, μιας πολυκύμαντης ωσμωτικής πορείας που έναν αιώνα αργότερα μοιάζει να μην έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Με την πανδημία να δίνει τον τόνο, θα ήταν ευχής έργον και στο τέλος του 2022 να αποφεύγαμε μια μνημειακή προσέγγιση που ωθεί τα γεγονότα και την ερμηνεία τους από τη σφαίρα της ιστορίας προς τη σφαίρα του μύθου. Αντίθετα, μια κριτική ανάγνωση των γεγονότων και των προεκτάσεών τους ωθεί σε πολλαπλές ερμηνείες και διαλεκτικές θέσεις. Η κατάχρηση της μνήμης δεν μπορεί να είναι το αντίδοτο για τη λήθη.
Ελεύθερα, 1.1.2022