Αν ήταν με τα παχιά λόγια θα το είχαν διευθετήσει από χρόνια το Κυπριακό οι ηγέτες μας. Τα έχουν άφθονα. Τα αράδιασαν κιόλας μαζεμένα στις ομιλίες τους στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2022. Σαν σε επανάληψη του «Βουράτε γειτόνοι». Με κορύφωση την ατάκα του Στέφανου Στεφάνου, που εκφράζει την αδυναμία όλων να ξεφύγουν από την άγονη γραμμή, που μας έφερε στα σημερινά αδιέξοδα. «Αρχικά, με συγκεκριμένα βήματα μπορούμε να πείσουμε ότι είναι ειλικρινής η διακηρυγμένη ετοιμότητα της ελληνοκυπριακής πλευράς για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων». Είναι η πρόταση του ΑΚΕΛ, που την κατέθεσε «ως υπεύθυνο και σοβαρό κόμμα που εργάζεται με συνέπεια για λύση», όπως είπε. Την ασπάζονται κι ας μην το λένε και πολλά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Την ασπάζονται όλοι οι Ζηλωτές της όποιας λύσης, που ακόμα να καταλάβουν ότι και το «όποια λύση» ξεπεράστηκε πια και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στην όποια τουρκοποίηση όλης της Κύπρου. 

Το πρόβλημα για όλους αυτούς που θα έπρεπε να μετανοούν και να ζητούν συγχώρεση για την απελπισία στην οποία οδήγησαν τον τόπο οι δικές τους πολιτικές, είναι ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν πείθει ότι είναι ειλικρινής η διακηρυγμένη ετοιμότητά της για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Λες και βρισκόμαστε κάπου τρεις δεκαετίες πίσω και τώρα θα κάνουμε τα πρώτα βήματα προς τη διαπραγμάτευση όπου θα φανούν οι προθέσεις τής κάθε πλευράς. Όμως, δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά έπειθε για την ειλικρινή ετοιμότητά της. Έπειθε με πράξεις, έπειθε με υποχωρήσεις, με παραβίαση διακηρυγμένων κόκκινων γραμμών, με αποδοχή εντελώς αλόγιστων ρυθμίσεων. Δεκαετίες ολόκληρες. Με ηγέτες αυτής της «σχολής σκέψης», έτοιμους να προχωρήσουν για να φτάσουν στη λύση χθες. Από τον Βασιλείου μέχρι τον Κληρίδη και από τον Χριστόφια μέχρι τον Αναστασιάδη. Ελπίζοντας πάντα ότι θα υπάρξει και η ελάχιστη ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά. Έστω, η ελάχιστη ανταπόκριση από τους Τουρκοκύπριους που δεν είναι εχθροί μας, είναι αδελφοί μας.

Όλες αυτές οι φάσεις, οι ούτως ειπείν κρίσιμες φάσεις των διαπραγματεύσεων, ασχολήθηκαν επίμονα με το κεφάλαιο της διακυβέρνησης, με το διαμοιρασμό της εξουσίας. Και σε αυτό το κεφάλαιο, για να πείσει η ελληνοκυπριακή πλευρά για την ειλικρινή ετοιμότητά της, συμβιβαζόταν με όλες τις αξιώσεις της τουρκικής πλευράς.

Μόνο τη διετία 2015 – 2017 (μέχρι το Κραν Μοντάνα) οι Αναστασιάδης – Ακιντζί είχαν 70 συναντήσεις στην Κύπρο. Οι διαπραγματευτές είχαν 150 συναντήσεις, οι τεχνικές επιτροπές είχαν 369 συναντήσεις. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αντηλλάγησαν 565 κοινά έγγραφα, καταγράφοντας την πρόοδο και τις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών αφορούσε το διαμοιρασμό της εξουσίας. «Μέχρι το τέλος της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία για την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και την αποτελεσματική συμμετοχή», έλεγε η έκθεση Γκουτέρες μετά από τη Διάσκεψη του Κραν Μοντάνα.

Ελπίζαμε πως όταν θα ερχόταν η ώρα να συζητηθεί και η ασφάλεια, το εδαφικό, ο ρόλος της Τουρκίας στο μέλλον μας, θα υπήρχε κι από την άλλη πλευρά μια κάποια διάθεση συμβιβασμού. Όταν ήρθε αυτή η ώρα στο Κραν Μοντάνα, τον Ιούλιο 2017, αντιληφθήκαμε όλοι τη μαύρη μοίρα μας. Καμία ανταπόκριση, καμία ελαστικότητα, καμία ανταπόδοση σε όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή προσφέραμε στην Τουρκία και στους Τουρκοκύπριους. Μας ζητούσαν να συμβιβαστούμε και με την ιδέα ότι στους αιώνες των αιώνων θα υπάρχει στην Κύπρο τουρκικός στρατός και ο ρόλος της Τουρκίας στη διαχείριση της πατρίδας μας θα είναι αναβαθμισμένος και νόμιμος.

Όταν, λοιπόν, μας λένε από το 2017 μέχρι σήμερα ότι πρέπει να πείσει η ελληνοκυπριακή πλευρά για την ετοιμότητά της να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις, δεν μας λένε τίποτε άλλο εκτός από το ότι πρέπει να κάνουμε συμβιβασμό και σε αυτό το κεφάλαιο. Να δεχτούμε τις τουρκικές αξιώσεις και στην ασφάλεια. Να δεχτούμε να εγγυούνται το μέλλον μας εσαεί οι τουρκικές ορέξεις και οι ανισόρροποι δικτάτορες της Άγκυρας. Διότι, ξέρουμε πια πεντακάθαρα τι ζητούν οι Τούρκοι για να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ας μη γελιόμαστε, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τα παχιά λόγια της πολιτικής ανεπάρκειας.

Αν αδυνατούν οι ηγέτες μας να χαράξουν πολιτική αποτροπής αυτής της πορείας, ας πάνε στα σπίτια τους να ξεχειμωνιάσουν, δεν σημαίνει ότι θα μας οδηγήσουν ακόμα βαθύτερα στην τουρκική αγκαλιά. Έλεος. Φτάνει.