«Και βλέπεις το φως
του ήλιου
καθώς έλεγαν οι
παλαιοί…»
Μια παλιά φωτογραφία, όπου ένα κορίτσι ποζάρει μέσα σ’ ένα πιθάρι, τοποθετημένο στην είσοδο ενός ξενοδοχείου. Φορεί βερμούδα, μακό μπλουζάκι και γυαλιά ηλίου τα οποία κρύβουν το βλέμμα του, αλλά το χαμόγελο μαρτυρεί την απόλυτη ευδαιμονία στην οποία βρίσκεται. Είναι καλοκαίρι, έχουν τελειώσει οι τελικές εξετάσεις με τα επιθυμητά αποτελέσματα και τώρα μπορεί να χαρεί τις διακοπές, προτού φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Γελά αφού αντιλαμβάνεται πόσο αστεία πρέπει να φαίνεται, μένει εντούτοις ακίνητη μέχρι ν΄ ακουστεί το κλικ της φωτογραφικής μηχανής, που σταματά το χρόνο στον Ιούλιο του 82 σ’ αυτή την εκδρομή στις ανατολικές ακτές του νησιού, με χρυσά ακρογιάλια και σμαραγδένια νερά στα οποία ανυπομονεί να βουτήξει.
Στην ξανθή άμμο είναι στρωμένες πολύχρωμες πετσέτες και ψάθες με αντηλιακές κρέμες που μυρίζουν καρύδα, περιοδικά, ρακέτες κι’ ενώ η παρέα πίνει παγωμένες κοκακόλα, μπύρες ή γρανίτες από λεμόνι, παραδίπλα φορτηγά μεταφέρουν γρανίτες, μάρμαρα ή φοίνικες για το διπλανό υπό ανέγερση ξενοδοχείο με τους ψηλούς γερανούς ή για άλλα εργοτάξια όπως σπίτια-μαυσωλεία που κτίζονται πάνω σε περιβόλια ή βοσκοτόπια. Μεγάλοι μαρμάρινοι κίονες στην είσοδο, μεγάλη πισίνα και μεγάλα πιθάρια, στα οποία μέχρι χθες φυλάγονταν οι σοδιές και οι καρποί της γης η οποία δόθηκε για αντιπαροχή. Τώρα οι στάμνες που μας ξεδιψούσαν με δροσερό νερό τα καυτά καλοκαίρια και τα πιθάρια αποτελούν καλλωπιστικά στοιχεία, χάσκοντας άδεια ή σαν γιγάντιες γλάστρες αφού μέσα τους φυτεύονται άνθη.
Οι ανατολικές ακτές του νησιού μοιάζουν με τις παραλίες της Καραϊβικής, σε μεσογειακή εκδοχή. Caribbean ονομάζεται και η αγαπημένη της δισκοθήκη στην πόλη της. Οι περισσότερες ντισκοτέκ έχουν όνομα εξωτικών νησιών, ποτών ή φορολογικών παραδείσων, όπως η Triangle, παραπέμποντας στο Τρίγωνο των Βερμούδων. Κανείς στο νησί δεν γνωρίζει ακόμη την ορολογία «φορολογικός παράδεισος» φυλάμε τις λίρες μας σε πιθάρια ή κάτω από το στρώμα, ενώ οι τράπεζες μας είναι καθόλα ασφαλείς, δίνουν τόκους και υψηλά δάνεια. Άλλη δισκοθήκη είναι η Malibu, συνονόματη με το ποτό από ρούμι και καρύδα που με περηφάνια πίνουν τα αγόρια στις δισκοθήκες, όπως άλλωστε και το Brandy Sour.
Η παρέα κάνει ηλιοθεραπεία, θαλάσσιο σκι, ιστιοσανίδα, παίζει ρακέτες, ή κολυμπά στα κρυστάλλινα νερά, ενώ τα τζιτζίκια που έχουν κατασκηνώσει σε μια γιγάντια συκιά που δεσπόζει της παραλίας, υμνούν τη ζωή με το τραγούδι τους: ζυ… ζυ…ζει…ζει. Το κορίτσι από το πιθάρι, χαίρεται το θαύμα του θέρους, βλέποντας τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι γυαλιών ηλίου Ray Ban, που του έφερε η θεία Αννίκα από Αθήνα. Πίσω από τον σκουροπράσινο φακό αντικρύζει χωρίς φόβο τον ήλιο και τη ζωή που όπως και αυτό το ζεστό καλοκαίρι είναι γεμάτα υποσχέσεις και απεριόριστες προοπτικές.
Με τα μαύρα γυαλιά οι νέοι δαμάζουν τον ήλιο και τις ανασφάλειες τους, με τα μάτια τους καλυμμένα όπως των κινέζων δικαστών που τα πρωτοφόρεσαν τον 12ο αιώνα για να μην μπορούν οι συνήγοροι και οι μάρτυρες να διαβάσουν τις σκέψεις τους. Έτσι και αυτοί φλερτάρουν εκ του ασφαλούς, χωρίς να εκτίθενται πίσω από τους σκούρους φακούς που επιπλέον τους προσδίδουν «τόλμη και γοητεία».
Τα φοιτητικά χρόνια που ακολουθούν μακριά από το μοιρασμένο και αποκομμένο από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη νησί, θα είναι ένα κυνήγι κρυμμένων θησαυρών, εξερεύνησης και ενδοσκόπησης για τους νέους με οράματα και υπαρξιακές ανησυχίες, οι οποίοι έχουν ήδη νιώσει την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» και πως «Η ζωή είναι αλλού», προτού ακόμη κυκλοφορήσουν τα ομώνυμα βιβλία του Milan Kundera και γίνουν το θέμα συζήτησης στις παρέες.
Το κορίτσι με τη γαλάζια βερμούδα, μεσήλικη γυναίκα πια, θυμάται τις συκιές και τις συκαμινιές των νεανικών της χρόνων, τους λευκούς και κόκκινους βαβάτσινους που άφηναν κόκκινο χρώμα σαν αίμα στα χέρια και στα χείλη, στον κήπο της γιαγιάς, στον ίσκιο των οποίων κάθονταν τα καλοκαίρια, δίπλα από το κλειστό πηγάδι. Θυμάται ακόμη την κάμαρη-οινοποιείο του παππού με τα δέκα μεγάλα πιθάρια, που μύριζε ζιβανία, κρασί, ξύδι και ελαιόλαδο. Σ’ αυτό το σκοτεινό χωρίς παράθυρα δωμάτιο κρύβονταν οι Ανεράδες οι οποίες έβγαιναν μόνο κάθε Σάββατο, για να λουστούν στην πηγή στο ποτάμι, επιστρέφοντας λίγο πριν «βουτήσει ο ήλιος», πίσω από τα βουνά, εκεί πέρα στο ακρωτήρι του Ακάμα με τις ελιές, τις τερατσιές, τις αγριοσυκιές και τις συκαμνιές, τις άγριες ορχιδέες, και τουλίπες, το θρουμπί και το θυμάρι, την ώρα που η θάλασσα γίνεται μαβιά και ο ουρανός πύρινος. Είναι η ώρα που κατεβάζουμε από τα μάτια μας τα σκούρα γυαλιά ηλίου που φορούσαμε ολημερίς, που ξεπροβάλει ο Αποσπερίτης, ενώ πέφτει αργά-αργά η νύχτα με τ΄ αστέρια, τα τριζόνια, τις δικές της φωνές και νομοτέλειες.
«Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά στεγνός ο αγέρας γύρισε· οσμίζουνταν παντού φλουριά και μας επούλησε.» ( Αγιάναπα, Β΄, Γιώργος Σεφέρης, από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’)
Η ανάπτυξη ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…