Το ενδεχόμενο οι ξενοδόχοι να μην καταφέρουν τελικά να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες τους σε προσωπικό τη φετινή χρονιά είναι ορατό. Κατ’ επέκταση, είναι πιθανό και οι προσφερόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους να είναι επίσης λειψές, με κίνδυνο να υπάρξουν παράπονα, αλλά και αποζημιώσεις. Ακόμα και σήμερα το Υπουργείο Εργασίας να έδινε όσες άδειες επιθυμεί η ξενοδοχειακή βιομηχανία για εργοδότηση ξένου εργατικού δυναμικού, οι ξένοι εργάτες θα έπρεπε να εντοπιστούν, να φτάσουν στην Κύπρο και να τύχουν εκπαίδευσης πριν πιάσουν δουλειά. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει καθυστέρηση μεν, αλλά στο τέλος μπορεί να υπάρξει σταδιακή κάλυψη της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, αφού η λειτουργία και ανάπτυξη των ξενοδοχειακών μονάδων αναμένεται επίσης να γίνει σταδιακά, όπως κάθε χρόνο. Άλλο αριθμό πελατών θα έχει μια μονάδα τον Απρίλη και άλλο τον Ιούλιο.
Το πρόβλημα, όμως, της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού για στελέχωση της τουριστικής βιομηχανίας δεν είναι σημερινό. Η πανδημία προκάλεσε μεν κύμα φυγής κοινοτικών εργαζομένων, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια ήταν η πλειοψηφία των εργαζομένων στα ξενοδοχεία, εντείνοντας το πρόβλημα, αλλά δεν το προκάλεσε. Είναι γεγονός ότι η βιομηχανία συγκεντρώνει ολοένα και λιγότερο ντόπιο προσωπικό χρόνο με το χρόνο. Οι μισθοί, αν εξαιρέσεις δυο -τρία επαγγέλματα στα ξενοδοχεία, παραμένουν χαμηλοί, δεδομένου και του κόστους ζωής στην Κύπρο και η συλλογική σύμβαση, όπως υποστηρίζουν τουλάχιστον οι συντεχνίες, εφαρμόζεται σε ελάχιστες μονάδες, με την εργοδότηση με προσωπικά συμβόλαια να αποτελεί την κύρια πρακτική.
Μπορεί η εργοδοτική πλευρά να απορρίπτει ότι οι μισθοί δεν είναι το πρόβλημα για προσέλκυση εργαζομένων και να θυμίζει πως πλέον καθορίζονται και κατώτατοι μισθοί με διάταγμα για τον κλάδο, ωστόσο, οι συντεχνίες επιμένουν πως σχετίζονται με το ζήτημα. Προ ημερών, η ΣΕΚ, επικαλούμενη την Έρευνα Εργατικού Κόστους του 2016 που δημοσιοποιήθηκε το 2018 (πρόκειται για έρευνα που εκπονείται κάθε τέσσερα χρόνια), ανέφερε πως το ωριαίο εργατικό κόστος στα ξενοδοχεία ήταν €7.50 μικτά, την ώρα που στο σύνολο της οικονομίας ήταν στα €16.30. Συνεχίζοντας, η ΣΕΚ αναφέρει επίσης πως «το 2020, (κατ’ αρχήν στατιστική εκτίμηση), μειώθηκε στα €7 μικτά, ενώ στο σύνολο της οικονομίας το ωριαίο εργατικό κόστος αυξήθηκε στα €17.60», σημειώνοντας πως «οι μισθοί αυτοί είναι οι χαμηλότεροι που προσφέρονται σε όλο το φάσμα της κυπριακής οικονομίας και γίνεται εύκολα αντιληπτό πως, με τέτοια μεροκάματα, η ξενοδοχειακή βιομηχανία δεν πρόκειται να προσελκύσει καλό και ποιοτικό ντόπιο εργατικό δυναμικό, ενώ την ίδια στιγμή αίρεται και ο «μύθος» περί ανταγωνιστικού μειονεκτήματος, στη βάση του εργατικού κόστους, καθώς χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία καταγράφουν σαφώς υψηλότερα ημερομίσθια».
Πέραν, όμως των μισθών, οι βάρδιες και κυρίως η εξάμηνη σχεδόν αναστολή εργασιών των ξενοδοχείων, που στέλνει τους εργαζομένους στο ανεργιακό επίδομα -μετά συμφωνίας κυριών- κάθε χειμώνα, επίσης δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ως εκ τούτου, απαιτούνται κι άλλα προκειμένου να επανακάμψει το ενδιαφέρον των Κυπρίων για την βιομηχανία, προκειμένου αυτή να μην βασίζεται σε ξένο εργατικό δυναμικό. «Είναι πάρα πολύ σημαντικό όλοι οι φορείς της πολιτείας να δούμε τι δράσεις αναλαμβάνουν, έτσι που να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις για την ανάπτυξη του τόπου μας», ανέφερε τις την περασμένη Δευτέρα η γ.γ. της ΠΕΟ, σχολιάζοντας την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και συμπληρώνοντας πως «δεν μπορεί η ανάπτυξη να στηρίζεται στη φθηνή εργασία, γιατί αυτό στο τέλος της ημέρας θα αποβαίνει και ενάντια στις αναπτυξιακές δυνατότητες του τόπου μας».
Αυτό, πάντως, προϋποθέτει επαρκείς μισθούς και δικαιώματα κι άλλα κίνητρα για προσέλκυση νέων στα ξενοδοχεία. Εάν ούτε φέτος όλοι οι εμπλεκόμενοι βρουν λύσεις για το πρόβλημα, τότε οι ανάγκες θα συνεχίζουν να αυξάνονται και να καλύπτονται με πατσιαρίσματα, που πολύ σύντομα θα γυρίσουν μπούμερανγκ για τη βιομηχανία και για τον κυπριακό τουρισμού.