Από το ένα παράθυρο του δικηγορικού του γραφείου στο Σιαντεκλέρ έβλεπε καθημερινά τη σύγχρονη πόλη, από το άλλο τον Πενταδάκτυλο και τη Χώρα με την οποία ήταν βαθιά ερωτευμένος. Πάνω στο γραφείο του οι στίχοι του Κυριάκου Καρνέρα: Ο άθρωπος πά’ σ’ τούντην γην λλίον τζ̆αιρόν πεζεύκει γέννημαν νήλιου έρκεται τζ̆αι δύμμαν νήλιου φεύκει. Στο γραφείο του στο Δημαρχείο η καθημερινή του γείωση στην πραγματικότητα της πόλης, η Αιμιλία και ο κύριος Ανδρεάδης.
Στα 30 χρόνια της παρουσίας του απελευθέρωσε λίγο τη συνείδησή μας από τις εξαρτήσεις και το χρέος. Γνώστης του χαρακτήρα και της κεκαλυμμένης Φοινικικής μας προέλευσης, γνώστης των παθών και των αδυναμιών μας εκφράστηκε, δε σιώπησε και υπερασπίστηκε το κράτος και την ανεξαρτησία μας. Ήξερε το συμφέρον του τόπου, αλλά και το αγύριστο μας κεφάλι, την προτίμησή και τη ροπή μας προς τα εύκολα, τα ηχηρά και τα κενά συνθήματα, τις μικρότητες του μικρόκοσμου και τα κουμπαριλίκια. Ο ίδιος εξιστορούσε πως για να γίνει το 1971 Δήμαρχος Λευκωσίας, ο Μακάριος απλώς άλλαξε τα σύνορα της περιοχής του σπιτιού του για να είναι όπως προνοεί το νόμος «δημότης Λευκωσίας»!
Έβλεπε την κωλοσυρμαθκιά της κουφής… Kαι αντί να παρασυρθεί και να ακολουθήσει τον συρμό της εποχής που θα ήταν απείρως ευκολότερο, πάλεψε και άνοιξε μια λεωφόρο ελπίδας και συνεργασίας με τους Τουρκοκύπριους για το καλό της πόλης, ένθεν και ένθεν του Πεδιαίου ποταμού. Έθεσε τις βάσεις για αυτό που λέμε σήμερα με στόμφο «διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς», έννοια αμελητέα και κενού περιεχομένου για τους περισσότερους!
Όσοι δουλέψαμε γύρω του εκείνα τα κρίσιμα μεταπολεμικά χρόνια, τολμώ να πω ότι ήταν χρόνια πανεπιστημιακών σπουδών, χρόνια ψυχολογικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης των γεγονότων που συνέβαιναν γύρω μας, χρόνια συνειδητοποίησης, αναγνώρισης και τριβής με την πόλη και τους κατοίκους της, το όλο με απέραντη αγάπη και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας. Η εντός των τειχών πόλη, η απώλεια της βιομηχανικής περιοχής, τα προβλήματα που έφερε η κατοχή στους κατοίκους των κάτω ενοριών, το αποχετευτικό, ήταν προβλήματα καυτά που αναζητούσαν λύσεις άμεσες, τολμηρές και πρακτικές.
Έβλεπε και άκουγε πολιτικούς, κομματάρχες, πρέσβεις, αλλά πάνω από όλα άκουγε από πρώτο χέρι και ήξερε τα προβλήματα του Ταχτακαλά, έβλεπε στο γραφείο του την κυρία Μαρία, κοινοτάρχη του Αγίου Κασσιανού, άκουγε την κυρία Αναστασία της Χρυσαλινιώτισσας και τα βράδια στο σουβλιτζίδικο του κυρίου Ανδρέα ή στο Αιγαίο όλα αυτά βρίσκονταν όπως λέμε σήμερα «πάνω στο τραπέζι» και όχι κάτω από το χαλί.
Τόλμησε και εφάρμοσε λύσεις που οι σημερινοί πολιτικοί -των οποίων η σχέση με το δημόσιο συμφέρον απέχει από τη γη στον ουρανό- δεν θα αποτολμούσαν ποτέ. Οι πεζόδρομοι, η απόφαση σήκωσε κυκλώνες στη Λήδρας και στην Ονασαγόρου, αλλά εφαρμόστηκε χωρίς χατίρια και παραθυράκια, γιατί αφενός ήξερε ότι δεν ανακάλυπτε τον τροχό, και αφετέρου γνώριζε ότι οι πλείστες ευρωπαϊκές πόλεις με παραδοσιακά κέντρα είχαν επιλέξει με επιτυχία αυτή τη μέθοδο.
Βολτάραμε μαζί του, υπάλληλοι του Δήμου, Δημοτικοί Σύμβουλοι, η ομάδα αναβίωσης της Πύλης με τον Αλέξη Θεοδοσιάδη, τον Πεύκιο Γεωργιάδη, το σούρουπο μας έβρισκε στα σοκάκια, ναι, το χαιρόμαστε και εκείνος το χαιρόταν, μιλούσαμε, γελούσαμε, τραγουδούσαμε… τα πρώτα χρόνια με τους τέσσερεις ντόπιους Χωραΐτες δημοτικούς συμβούλους, τον Ιάκωβο Φιλίππου, τον καρδιολόγο Άγη Συρίμη, τον κύριο Μπερτζ Κεβορκιάν που ερχόταν στις συνεδρίες με το ποδήλατό του, και το βαρύ πυροβολικό του Μακρύδρομου τον κύριο Όθωνα Μαύρο. Τα μετέπειτα χρόνια μας έβρισκαν να συζητούμε τη Χώρα, τον πολιτισμό, τους καλλιτέχνες στο Τζελλάρι του Δημήτρη Ανδρέου, παρέα με τη Λύα Τσεριώτη, τον Ανδρέα Χριστοφίδη, τον Εύη Γαβριηλίδη, τον Πασιαρδή, με ανθρώπους γήινους του πνεύματος, ολίγον αιθεροβάμονες, ολίγον ρομαντικούς και παθιασμένους, ουχί νερόβραστους και σοβαροφανείς. Μετά εισήλθαν στη ζωή του Δημαρχείου τα κόμματα, άλλοι με τις ποδίνες, και άλλοι με τις λιμουζίνες. Άλλαξαν τα πράγματα, προείχαν άλλα, ο Λέλλος όμως κρατούσε σταθερά τη ηνία του Δημαρχείου. Κανένα πολιτικό κόμμα δε μιλούσε από τον προμαχώνα Νταβίλα, μόνο ο ηγέτης της πόλης. Ήξερε να τους χειρίζεται όλους, ήξερε τα αΐπια και τις αδυναμίες τους και ως δεινός ρήτορας και δικηγόρος και αμετανόητος λάτρης της Χώρας στο τέλος της συνεδρίας κέρδιζε η Λευκωσία. Είχε πολλούς συμμάχους στο έργο του, και απέναντί του τους γραφειοκράτες που είχαν προσκέφαλο μεν τον νόμο, αλλά συχνά προσπερνούσαν το «νόημα του νόμου».
Έγινε το Πολεοδομικό Σχέδιο της Λευκωσίας, η πόλη ήταν νομότυπα μια και ενιαία ενότητα, η παρουσία και η εγκάρδια φιλία με τον «άλλο» Δήμαρχο, τον Μουσταφά Ακιντζί, σκόρπιζε μηνύματα αισιοδοξίας σε μια πόλη μαραζωμένη. Έγιναν πολλά, η Πύλη Αμμοχώστου, ένα πολεμικό κτίριο μετουσιώθηκε στο πιο ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο που απέκτησε ποτέ η πρωτεύουσα (εδώ και 4 χρόνια κλειστό)! Αποθήκες στέγασαν το Θέατρο Ένα, ο χώρος στάθμευσης και καθαρισμού των σκυβαλοφόρων μεταμορφώθηκε σε Εργαστήρι Τέχνης που μετονομάστηκε αργότερα σε θέατρο Μελίνας Μερκούρη, έγινε το Λεβέντειο Μουσείο… Όλα αυτά σχεδόν χωρίς λεφτά, αλλά με κέφι και αγάπη.
Η Λευκωσία πρότασσε το μέλλον, την προοπτική της επανένωσης ως μόνη λύση. Σκεφτείτε το, επί Κυπριανού και Ντενκτάς, όταν ουδείς τολμούσε και παραπαίαμε σε ένα καράβι ακυβέρνητο που το παράσερνε εξίσου η κακοκαιρία, αλλά και η προτιμητέα νηνεμία! Αγκάλιασε τότε ο κόσμος τα έργα του… τα Χριστούγεννα στολίζαμε την Πλατεία Ελευθερίας με ράβδους αλουμινίου που αντανακλούσαν τα φώτα και στοίχιζαν πενταροδεκάρες! Πρωτομαγιές, στεφάνια, πετάσια, παζάρια, εκδηλώσεις, κάποια χρόνια χαμογελούσε η πόλη, ο Λέλλος και εμείς!
Θα είναι πάντα μαζί μας, Δήμαρχος μιας πόλης πανάρχαιας που θα μπορούσε να ήταν η αντανάκλαση της καλύτερης πλευράς του εαυτού μας! Όμως όμως όμως…
Στη φωτογραφία: Συνεδρίαση της Ομάδας για την αναβίωση της Πύλης Αμμοχώστου στο γκαράζ του Εργαστηρίου: Λέλλος Δημητριάδης, Αγνή Πετρίδου, Πεύκιος Γεωργιάδης, Αλέξης Θεοδοσιάδης, Πάνος Οικονόμου [κρυμμένος πίσω από την Αγνή], Ανδρέας Σαββίδης, και εγώ!
Ελεύθερα, 17.4.2022.