Ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων στρεβλώσεων, της πανδημίας καθώς και των γεωπολιτικών δρώμενων, η παρούσα οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι πολίτες χειροτερεύει. Η κρατική παρέμβαση καθίσταται επιβεβλημένη, για την οικονομική επιβίωση μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας μας. Το παρόν άρθρο προτάσσει την ανάγκη για προσήλωση στις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης κατά το σχεδιασμό της όποιας κρατικής παρέμβασης και στρατηγικής υιοθετηθεί.

Βασικός γνώμονας στο εν λόγω εγχείρημα πρέπει να αποτελεί ο τρόπος και η αναλογία με τον οποίο επωμίζονται οι διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες το όποιο κόστος προκύπτει από την ευρύτερη οικονομική κατάσταση. Δύναται να λεχθεί, για παράδειγμα, ότι την τελευταία δεκαετία οι εργαζόμενοι κατέβαλαν μεγαλύτερο κόστος απ’ ό,τι οι εργοδότες. Και αυτό συνεχίζει να ισχύει παρά την τεράστια στήριξη που κατέβαλε το κράτος στους τελευταίους μέσω του φορολογούμενου. Από ηλικιακής πλευράς, υπενθυμίζεται επίσης το κόστος που κατεβλήθηκε ποικιλοτρόπως την τελευταία δεκαετία από τους νέουςν οι οποίοι επί της παρούσης προβλέπεται ότι θα έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο σε σύγκριση με αυτό των προηγούμενων γενεών. 

Αυτά βεβαίως αναφέρονται για να επισημανθεί πως δεν μπορεί να ζητηθεί από τις ίδιες ομάδες να επωμιστούν περαιτέρω βάρος, καθώς η κατάστασή τους είναι οριακή. Παράλληλα, το κράτος δεν μπορεί να στηρίξει τους πάντες. Αντ’ αυτού, πρέπει να θέσει κάποιες προτεραιότητες. Η Πολιτεία δύναται να δράσει με συνέπειαν αξιοποιώντας το ίδιο πνεύμα που τη διακατείχε κατά την έναρξη της πανδημίας αποσκοπώντας στην προστασία των ευάλωτων ομάδων. 

Στην παρούσα φάσην οι κριτικά οικονομικά ευάλωτοι είναι κυρίως οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι οικογενειάρχες και οι νέοι. Υπογραμμίζεται ότι η αξιοπρεπής και δημιουργική επιβίωση των τελευταίων ισοδυναμεί με τη μακροχρόνια επιβίωση της κοινωνίας μας. Εάν επιθυμούμε να έχουμε μια κοινωνική συνέπειαν καθώς και συνέχεια είναι απαραίτητο όπως η επιβάρυνση των νέων περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό. Αν δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά οι νέοι η κοινωνία μας έχει αυτόματα ημερομηνία λήξης. 

Για την πραγματική βελτίωση των πιο πάνω χρειάζεται ουσιαστική έμφαση στις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης καθώς αυτές μεταβάλλονται δυσανάλογα στην ευρύτερη κοινωνία. Ενδεικτικά, η στοχοπροσήλωση σε συγκεκριμένους οικονομικούς δείχτες, όπως για παράδειγμα το ΑΕΠ και το χρέος επί του ΑΕΠ, έχει δυστυχώς θολώσει την αντίληψη μας γύρω από τις συνέπειες της αυξανόμενης ανισότητας. 

Εν τη παρουσία τάσεων αυξανόμενης ανισότητας μπορεί παράλληλα να διαβρώνεται το βιοτικό επίπεδο μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμούν παρά την όποια αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό αποτελεί και ένα εκ των φαινομένων που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Επομένως, πέραν των στόχων στους γενικούς δείκτες της οικονομίας, ενδείκνυται και η εστίαση στις πραγματικές συνθήκες που βιώνουν οι πολίτες. Χρειαζόμαστε την εισαγωγή μιας νέας εργαλειοθήκης στη διεξαγωγή οικονομικής πολιτικής, που να καλύπτει και την ανάγκη για κοινωνική ευημερία και ανέλιξη των αδύναμων στην Πολιτεία μας.

Μέρος αυτής της αναθεωρημένης προσέγγισης πρέπει να αποτελεί και ένας πιο ανθρώπινος προσδιορισμός του τι θεωρούμε επιτυχή οικονομική διαχείριση. Η αδόκιμη αντίληψη του δήθεν “success story” της προηγούμενης δεκαετίας ενόσω υποθηκεύετο η προοπτική μιας ολόκληρης γενιάς για αξιοπρεπή διαβίωση, για παράδειγμα, δεν προτείνεται για μίμηση στον τρόπο αντιμετώπισης των υφιστάμενων προκλήσεων. 

Στην παρούσα, εκ των ενδεικνυόμενων κριτήριων επιτυχίας, μπορούμε να υιοθετήσουμε τη μείωση του αριθμού των ατόμων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας καθώς και την αύξηση του αριθμού των νέων που ανεξαρτητοποιούνται οικονομικά με ευοίωνη προοπτική κάλυψης των αναγκών στέγασης και τεκνογονίας. Αυτοί οι στόχοι βεβαίως δεν μπορούν να επιτευχθούν αφεαυτών. 

Χρειάζεται η σωστή κατανόηση και αξιοποίηση των αναλλοίωτων νόμων που διέπουν τη λειτουργία της οικονομίας με τη δέουσα σύζευξη της αρμόδιας κρατικής επιτήρησης. Είναι ανάγκη επίσης όπως ξεκινήσει η συζήτηση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Χωρίς αμοιβαία συνεργασία, σύμπλευση, αλληλοϋποστήριξη και ενότητα, τα όποια εμπόδια θα είναι ανυπέρβλητα. 

Βασικό κομμάτι αυτού του συμβολαίου αποτελεί και το μισθολογικό ζήτημα, του οποίου ο τρόπος επίλυσης στην παρούσα φάση δύναται να καθορίσει την πορεία της χώρας μας για την επόμενη δεκαετία. Άλλωστε, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ένα εκ των αποτελεσμάτων των μνημονιακών πολιτικών που ακολουθήθηκαν μετά τη κατάρρευση του 2013, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το σημερινό δυσανάλογο κόστος ζωής για μεγάλα κοινωνικά σύνολα. 

Τονίζεται πως είναι θεμιτή η μείωση των υπερβολών που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις εφόσον αυτές αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Αυτό βεβαίως ισχύει αμφίπλευρα. Δεν κοστίζει στην οικονομία μονάχα μια ενδεχομένως χαμηλή αποδοτικότητα εκ των εργαζομένων. Κοστίζει επίσης και η ευρεία εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους εργοδότες τους. 

Καταληκτικά, η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική με στόχο την προστασία του βιοτικού μας επιπέδου καθίσταται επιτακτική. Σε αυτό το εγχείρημα πρέπει να εξεταστεί ο εν δυνάμει κοινωνικοοικονομικός αντίκτυπος που οι πολιτικές της Πολιτείας επιφέρουν. Εάν οι τελευταίες συνεχίσουν να δυσχεραίνουν τη δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης της νεότερης γενιάς, τότε θα τεθεί εν αμφιβόλω η πραγματική προοπτική μας για δημογραφική και επομένως κοινωνική συνέχεια. Βεβαίως, η ανανέωση εφ’ όλης της ύλης του κοινωνικού μας συμβολαίου αποτελεί προαπαιτούμενο για την εξεύρεση της χρυσής τομής στα προαναφερθέντα. Εν μέσω μιας γενικευμένης αβεβαιότητας, οφείλουμε να παραμείνουμε προσηλωμένοι στη βελτίωση των πραγματικών συνθηκών διαβίωσης των πολιτών.

* Guest Teacher Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics and Political Science και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας