Δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων για να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η Εκκλησία της Κύπρου δεν έχει επιχειρηματική δραστηριότητα και ασχολείται αποκλειστικά και μόνον με πνευματικό έργο. Ούτε και είμαστε τόσο αφελείς ώστε να απαιτούμε από την Ιεραρχία να προσεύχεται από πρωίας μέχρι νυκτός για το ποίμνιον και τα καθημερινά ζόρια που περνά ένα μέσο γήινο πλάσμα που δεν διαθέτει προκλητικά προνόμια, αλλά πασκίζει με εντιμότητα και αξιοπρέπεια να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. 
Όλα αυτά ως εισαγωγή με αφορμή το νέο ατόπημα του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος για μιαν ακόμη φορά εξέθεσε τον εαυτό του αλλά -ακόμη χειρότερα- προσέβαλε το υψηλό Σχήμα του, ξεχνώντας ότι με την αθυροστομία του μπορεί να κερδίζει λίγη ακόμη πρόσκαιρη προβολή αλλά χάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Την εκτίμηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β’ (ασφαλώς όχι μόνον αυτός) δεν υπήρξε ποτέ ένας πνευματικός πατέρας που να εμπνέει, ούτε και έχει να επιδείξει αξιόλογο ποιμαντικό έργο. Εκείνο που θα πρέπει να του αναγνωριστεί είναι που έδωσε τέλος στο μεγάλο φαγοπότι που στήθηκε στην εκκλησιαστική αυλή στη δύση της ζωής του μακαριστού προκατόχου του. Από εκεί και πέρα, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, η λογοδοσία ουδέποτε υπήρξε γνώρισμα του σημερινού Αρχιεπισκόπου ή των προηγούμενων Ιεραρχών. Δυστυχώς, όμως, η συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου είναι λυπηρή και απογοητευτική γιατί για μιαν ακόμη φορά δείχνει ότι δεν λογαριάζει κανέναν και συμπεριφέρεται κατά τρόπο μειωτικό και προσβλητικό. Η φράση «όποιου δεν αρέσει μπορεί να πέσει χώρκα του» είναι μια πρόσθετη απόδειξη ότι πολλές φορές η γλώσσα προτρέχει της διανοίας. Είναι όμως κάτι πολύ χειρότερο: Σε μια περίοδο παρακμής ο λόγος του Αρχιεπισκόπου θα έπρεπε να είναι δοκός αρετής και κίονας αξιών, σύμβολο εντιμότητας και ανιδιοτέλειας, εκφραστής λόγου που υμνεί την προσφορά και την αγάπη. Αντί τούτων για μιαν ακόμη φορά ο Μακαριότατος μειώνει το Σχήμα του και διευρύνει την απόσταση από τον λαό του. Από το «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού» μέχρι το «όποιου δεν αρέσει μπορεί να πέσει χώρκα του» υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα, το οποίο δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί. Όσοι από εκείνους που περιβάλλουν τον Αρχιεπίσκοπο τον αγαπούν πραγματικά και θέλουν το καλό της Εκκλησίας, οφείλουν να του υποδείξουν ότι μέρα με τη μέρα γίνεται έκπτωτος στα μάτια των ανθρώπων που ασφαλώς και δεν «θέλουν την Εκκλησία να περιορίζεται μόνο στο Κύριε Ελέησον και τις θείες λειτουργίες» αλλά που περιμένουν το προφανές από τους θρησκευτικούς ταγούς: Να είναι σεμνοί, ταπεινοί, ολιγότερο προκλητικοί και επιπλέον, για πράξεις ή παραλείψεις που δεν έχουν σχέση με τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα, να λογοδοτούν έναντι του Νόμου όπως κάνει ο κάθε πολίτης.