Βαρέθηκα να εξηγώ ότι το σημαντικό δεν είναι να συμφωνούμε μεταξύ μας, αλλά να γράφουμε ελεύθερα και αλογόκριτα. Προσωπικά, αυτή την πραγματικότητα βιώνω στον «Φιλελεύθερο». Με τον Διευθυντή της εφημερίδας δε, παρά τις διαφορετικές θέσεις μας στο Κυπριακό, μας συνδέει μια πολύχρονη σχέση αλληλοεκτίμησης. Ξεκινώ με αυτό, γιατί εμπεριέχει κατά την άποψή μου τη διελκυστίνδα του Κυπριακού: τις διαφορετικές σχολές σκέψεις. Ένα σχόλιο του Άριστου Μιχαηλίδη, για όσα έγραψα σε σχέση με τις εξελίξεις στο Βαρώσι, μου δίνει τροφή για κάποιες σκέψεις.
Δεν έχει σημασία να αναμασήσουμε ξανά τα ίδια, τι λέει ο Άριστος και τι λέω εγώ. Ή αν θέλετε, επεκτείνοντάς το, τι υποστηρίζουν οι σκεπτικιστές και τι οι υποστηρικτές της ΔΔΟ. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Πλην όμως, με κενά στο αφήγημα και των δύο πλευρών. Όταν εγώ για παράδειγμα υποστηρίζω ότι η Ομοσπονδιακή λύση είναι μονόδρομος, υποβαθμίζω προβλήματα που άπτονται της λειτουργικότητας και της βιωσιμότητας. Με το επιχείρημα «θα τα συζητήσουμε στο τραπέζι των συνομιλιών» είναι σαν να αρνούμαστε μια εξαντλητική πορεία διαλόγου διάσπαρτη με τουρκικά αναχώματα. Απ’ την άλλη, εκείνοι που απορρίπτουν αυτή τη μορφή λύσης προτάσσοντας τα αδιέξοδα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών διαπραγμάτευσης, δεν προτείνουν κάποια εναλλακτική. Δηλαδή, εάν όχι ΔΔΟ τότε τι ακριβώς;
Σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι καλών προθέσεων βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο διάκενο μεταξύ εφικτού και ευκταίου. Ασφυκτιώντας ανάμεσα στο κατορθωτό και το επιθυμητό, ενώ ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας. Επικαλούμαι συχνά ένα παράδειγμα, για την καταλυτική φθορά του χρόνου. Όταν το 1974 διαβάζαμε τη «Γαλήνη» του Βενέζη είχαμε την αίσθηση πως επρόκειτο για μια ιστορία χαμένη στα βάθη της Ιστορίας. Αλλά 52 χρόνια μας χώριζαν τότε από τη Μικρασιατική καταστροφή. Μόλις 7 χρόνια δηλαδή περισσότερα απ’ όσα μετράμε σήμερα σε σχέση με την κυπριακή τραγωδία.
Ο χρόνος είναι ύπουλο πράγμα, καθώς διαβρώνει τη μνήμη και τις αντιστάσεις μας. Είπε κάτι σημαντικό ο Νίκος Αναστασιάδης στη συνέντευξή του στον Φ: «Το status quo κάθε χρόνο αλλάζει επί τω χείρω εις βάρος της ε/κ πλευράς. Αυξάνονται οι αγωγές Τουρκοκυπρίων που διεκδικούν περιουσίες τους στις ελεύθερες περιοχές, αυξάνονται οι έποικοι, ισλαμοποιούνται τα κατεχόμενα (…) Σωρεία είναι οι αρνητικές επιπτώσεις που καταγράφονται κάθε μέρα επί του εδάφους». Εάν προσθέσουμε και τα νέα τετελεσμένα που επιχειρούν να δημιουργήσουν οι Τούρκοι στην ΑΟΖ, είναι φανερό πως πλησιάζουμε στην ώρα μηδέν του Κυπριακού.
Είμαι της άποψης ότι πέρα από τα διαπιστωτικά πρέπει να υπάρχει μια κατάληξη. Ένα «διά ταύτα». Στην περίπτωση του Κυπριακού δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε πιο ρεαλιστικό από την επανατοποθέτηση των θέλω μας. Είναι μια επώδυνη συζήτηση που πρέπει ν’ ανοίξει και όχι σε προεκλογικό χρόνο. Τι ακριβώς θέλουμε σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή; Οι ιδεοληψίες και ο φόβος ν’ αρθρώσουμε τα ανείπωτα το μόνο που καταφέρνουν είναι να γερνάμε επαναλαμβάνοντας το προσωπικό μας αφήγημα. Η πρωτοβουλία βεβαίως ανήκει στους πολιτικούς. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε μια ατελέσφορη προσπάθεια με τις νεφελώδεις δηλώσεις του περί αποκεντρωμένης Ομοσπονδίας.
Η συζήτηση πρέπει να ανοίξει ξανά, θεσμικά αυτή τη φορά, στο πλαίσιο του εθνικού συμβουλίου. Αλλιώς πλησιάζει ο καιρός που θα μοιρολογούμε τα περασμένα μεγαλεία μηρυκάζοντας ο καθένας την αλήθεια του.