Στο δημοτικό, μια φορά κι έναν καιρό ο δάσκαλος μας ανέθεσε μια πρωτότυπη εργασία. Να ψάξουμε στην εγκυκλοπαίδεια της μικρής βιβλιοθήκης του σχολείου, για το όνομα της οδού στην οποία κατοικούσαμε.
 
Αυτό στάθηκε και η αφορμή ώστε να κατεβάσουν κάποιοι γονείς τη δερμάτινη  εγκυκλοπαίδεια, από τα πάνω ράφια του «σύνθετου», ενός επίπλου της μόδας που δέσποζε στη σάλα ή στο καθιστικό πολλών μικροαστικών σπιτιών.  Διέθετε μπαράκι, για τα ουίσκι και τα κρυστάλλινα ποτήρια, ασημοθήκη για τα χανάπια και τα καπνιστομέριχα.
 
Εφόσον βιβλία δεν υπήρχαν, θεωρείτο  απαραίτητο να προμηθευτούν μια εγκυκλοπαιδική σειρά. Τα υπόλοιπα ράφια ήταν διακοσμημένα με πορσελάνες, κρύσταλλα, μπιμπελό και σουβενίρ, δώρα που έφερναν φίλοι ή απόδημοι συγγενείς. Το Big Ben, μια βενετσιάνικη γόνδολα , ο πύργος του Άιφελ, ένα καγκουρό ή μια κοάλα της Αυστραλίας. Απ´ όλα είχε το σύνθετο που έμοιαζε με ένα καζαντί σε πανηγύρι.
 
Εγώ έψαξα στον τόμο με το γράμμα -η, για να μείνω έκθαμβη, ανακαλύπτοντας πως ο Ησίοδος ήταν άνθρωπος, αρχαίος ποιητής κι όχι απλά ένας δρόμος. Μέχρι τότε η «οδός Ησιόδου» ήταν το νοητό σημείο που προσδιόριζε το σπίτι μου, με τις συνήθειες, τις μυρωδιές, τα έπιπλα, τα μικροαντικείμενα μα πάνω απ’ όλα τα οικεία μου πρόσωπα. Ήταν οι γείτονες, οι αυλάδες, τα σπίτια με τις ανοιχτές πόρτες, η μυρωδιά του ψωμιού απ’ τον φούρνο του Ππασιά. Ο δρόμος ήταν δικός μου, μια ιδιωτική οδός, όπου  ένιωθα ασφάλεια και πληρότητα.
 
Έπειτα ήρθε ο πόλεμος, η τουρκική εισβολή του 1974. Η πόλη γέμισε με  πρόσφυγες και το σχολείο με νέους μαθητές. Έμεναν σε σπίτια που δεν ήταν τα δικά τους και δεν ήξεραν καν το όνομα της οδού τους. Ζούσαν πια χωρίς τους γείτονες, τα οικεία πρόσωπα, παιχνίδια ή αντικείμενα.
 
Αυτή η ανακάλυψη με κλόνισε και κάπου εκεί τέλειωσε η εποχή της αθωότητας για μένα μα και για χιλιάδες Έλληνες της Κύπρου. Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, κάποια φύγανε στο εξωτερικό για σπουδές, σε ξένες πόλεις, σε οδούς με άγνωστα ονόματα.
 
Επέστρεψαν, κάνανε τα δικά τους σπίτια, τις δικές τους οικογένειες. Τα παιδιά τους δεν γνωρίζουν τις πόλεις και τα χωριά των γονιών και των παππούδων τους, αφού παραμένουν κατεχόμενα.
 
Μπορεί στα χωριά μας τα σοκάκια να μην είχαν ονόματα, μα η γη ήταν χαρτογραφημένη στην ψυχή των ανθρώπων οι οποίοι διέθεταν οδούς επικοινωνίας και «κοινωνίας» μαζί της. Οι μυρωδιές απ΄ το νοτισμένο χώμα, τα φρεσκοπλυμένα ρούχα στην αυλή, το φαγητό από την κουζίνα. Η μητέρα που τους περίμενε να επιστρέψουν απ΄ το σχολείο ή το παιχνίδι.  Όλα αυτά ήταν η πατρίδα τους, η πατρίδα μας.
 
Το τωρινό μου σπίτι βρίσκεται σε γειτονιές, όπου η κάθε οδός φέρει το όνομα ενός Έλληνα ποιητή. Στην οδό Ιωάννη Πολέμη,  τερματίζει κάθε χρόνο η παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Στην εθνική μας γιορτή της 1ης Απριλίου, κάθομαι σιωπηλά και συλλογίζομαι όλους αυτούς που θυσιάστηκαν για την ανεξαρτησία και την ελευθερία του νησιού και μαραζώνω για τη μισή μας πατρίδα…
 
«Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;/ Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;/ Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι και κάθε χώρα της με τα χωριά;           
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,/ κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα/ αρχαία μνημεία της χρυσή στολή/            
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί; Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα, / και κάτι που ‘χουμε μες την καρδιά και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα/ και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!» (Ιωάννης Πολέμης)