Όσα χρόνια αναζητούμε λύση του Κυπριακού δεν μας έλειψε η τόλμη αλλά η ειλικρίνεια. Τρανή απόδειξη το «σοκ» που προκάλεσε η συζήτηση περί χαλαρής ομοσπονδίας. Λες και δεν συζητιόταν εδώ και καιρό, πάντοτε φυσικά ανεπίσημα καθώς ουδείς τολμούσε να διαφοροποιηθεί από το επίσημο αφήγημα.
Ο όρος «χαλαρή», αν και αδόκιμος, περιγράφει αρκετά γλαφυρά το ζητούμενο: μια ομοσπονδία με περισσότερες εξουσίες στα συνιστώντα κρατίδια. Μια ομοσπονδία όμως με μία κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα. Μια μορφή Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας δηλαδή, με χαρακτηριστικά αποκέντρωσης. Και όχι συνομοσπονδία όπως κάποιοι παραπλανητικά ισχυρίζονται. Ένας τέτοιος ισχυρισμός, άλλωστε, εκτός από αυθαίρετος είναι και κραυγαλέα ατεκμηρίωτος.
Το να ανησυχεί κανείς ότι η όποια «χαλαρότητα» ελλοχεύει κινδύνους είναι θεμιτό. Όπως και το να αποδίδει κίνητρα στην Τουρκία ότι αλληθωρίζει προς τη λύση δύο κρατών. Άλλο όμως οι ανησυχίες και άλλο η διαστρέβλωση της πραγματικότητας – ότι δηλαδή μεθοδεύεται η επιστροφή στο τραπέζι των συνομιλιών με στόχο τη διχοτόμηση. Κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να πρυτανεύσει η λογική και να εγκαταλειφθούν τα εύηχα τσιτάτα που χαϊδεύουν τα πρόθυμα αφτιά κομματικών ακροατηρίων.
Μέσα από αυτό το πρίσμα προσπαθώ να ερμηνεύσω και τις έντονες αντιδράσεις του γενικού γραμματέα του ΑΚΕΛ, ο οποίος θεωρεί αυτή την εξέλιξη ως υπαναχώρηση και εγκατάλειψη της λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ο Άντρος Κυπριανού όμως είμαι βέβαιος ότι γνωρίζει πως για να υπάρξει η οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει στα συνιστώντα κρατίδια να ισχύσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Κι ότι βεβαίως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συναινέσει στη δημιουργία μιας μόνο κρατικής οντότητας αρνούμενη να έχει στους κόλπους της δύο συνομιλητές. Με αυτά τα εχέγγυα, αναρωτιέμαι αλήθεια γιατί είναι κακό να συζητήσουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας ομοσπονδιακής λύσης, εάν αυτά θα διευκολύνουν τη λειτουργικότητα του κράτους.
Υπάρχουν δεδομένα που οι πολιτικές ηγεσίες δεν νομιμοποιούνται πλέον να προσπερνούν, απλώς και μόνο γιατί τους χαλάνε την κομματική συνθηματολογία. Με πρώτο και βασικότερο την απαξίωση της ΔΔΟ στη συνείδηση του κόσμου. Από το 2004 που απορρίφθηκε το Σχέδιο Ανάν δεν μπήκε κανείς στον κόπο να εξηγήσει (συστηματικά, αναλυτικά και με μέθοδο) στον λαό την πάγια εθνική στρατηγική μας από τις συμφωνίες Μακαρίου – Ντενκτάς και εντεύθεν. Προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι η πλειονότητα των πολιτών γνωρίζει απλώς τις επικεφαλίδες και ελάχιστα την ουσία (π.χ. σε πιο βαθμό και πώς η εφαρμοσμένη ΔΔΟ θα επηρεάσει την καθημερινότητά μας). Αν διενεργηθεί μιας μεγάλης κλίμακας έρευνα σίγουρα θα γίνουμε όλοι σοφότεροι. Και τότε, ίσως αντιληφθούμε ότι δεν είναι το όποιο όνομα που έχει σημασία αλλά η ειλικρινής επιθυμία να δημιουργήσουμε μια κοινή πατρίδα με τους Τουρκοκυπρίους. Με πιο χαλαρές κεντρικές εξουσίες; Γιατί όχι, εάν αυτό μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα.
Η συζήτηση πρέπει να ανοίξει ώστε να προκληθεί ένας δημόσιος διάλογος όπου θα τοποθετηθούν ξεκάθαρα κόμματα και κυβέρνηση. Όχι γενικόλογα, όπως η «επανατοποθέτηση» του Κυπριακού που επαγγέλλονται οι του ενδιάμεσου – ό,τι επιτέλους κι αν σημαίνει αυτό. Γιατί εδώ που φτάσαμε ένα είναι βέβαιο: ο πιο ασφαλής δρόμος προς τη διχοτόμηση είναι να παραμένουμε προσκολλημένοι σε θέσεις που αποδείχτηκαν ατελέσφορες. Όχι γιατί θα τις απορρίψει η τουρκική πλευρά, αλλά γιατί έχουν απαξιωθεί από τη δική μας κοινωνία των πολιτών.