Παλαιότερα, στο πρόσφατο δηλαδή παρελθόν, πριν το Μον Πελεράν και το Κραν Μοντανά, όταν από την τουρκική πλευρά έμπαινε θέμα χαλαρής ομοσπονδίας, το απορρίπταμε κατηγορηματικά. Σήμερα θα το προτείνουμε εμείς; Τι άλλαξε και το Προεδρικό εισηγείται αυτή την αλλαγή;

Το 1960 συμφωνήσαμε να ιδρύσουμε ένα νέο κράτος στη βάση ενός δικοινοτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Πριν αλέκτωρ φωνήσαι προσπαθήσαμε να το σκοτώσουμε, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους κινδύνους. Από το 1967 και μέχρι το 1974 το διοικούσαμε ως ένα αποκλειστικά ελληνοκυπριακό κράτος. Πριν τα προδοτικά και τραγικά γεγονότα του Ιουλίου – Αυγούστου 1974 είχαμε φθάσει πολύ κοντά σε μια συμφωνία με την τ/κ πλευρά. Δεν προχωρήσαμε, όμως, διότι πάντα θέλαμε κάτι παραπάνω. Ήρθε η τουρκική εισβολή που ανέτρεψε τα πάντα.

Από το 1974 και εντεύθεν πελαγοδρομούμε στο τι θέλουμε και τι μπορούμε να αποδεχθούμε ως λύση του Κυπριακού. Δεν είχαμε και εξακολουθούμε να μην έχουμε μία ξεκάθαρη γραμμή. Γι’ αυτό και πάντα είμαστε πίσω από τα γεγονότα. Ξεκινήσαμε με ενιαίο κράτος, πήγαμε στην ομοσπονδία που στη συνεχεία έγινε δικοινοτική – διζωνική. Όμως, όπως πριν το 1974, που είχαμε κράτος αλλά οι πολιτικές ηγεσίες της Δεξιάς που κυβέρνησαν το έβλεπαν ως διαμετακομιστικό σταθμό προς τον εθνικό στόχο της ένωσης με την Ελλάδα, έτσι και μετά το 1977, που καταλήξαμε στη λύση ομοσπονδίας, τη βλέπαμε ως όχημα για ένα πολίτευμα που περισσότερο ήταν διοικητικά πιο κοντά σε ενιαίο κράτος παρά ομοσπονδιακό. Επειδή όμως δεν υπήρχε ξεκάθαρος και σαφής στόχος, πάντα συρόμαστε προς τις τουρκικές θέσεις. Όπως τώρα με τη χαλαρή ομοσπονδία. Και πάντα οι υποχωρήσεις μας καταγράφονταν ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες συνομιλιών. Διότι, επιλέξαμε έναν στόχο που ποτέ δεν υπηρετήσαμε συνειδητά. Δεν πιστέψαμε σε αυτόν. Βλέπουμε πάντα το επόμενο βήμα ως εξαναγκασμό και όχι ως ένα βήμα προς τον στόχο μας. Και όταν πλέον κάνουμε το βήμα, η άλλη πλευρά, για πολλούς και διάφορους λόγους που θα εξηγηθούν άλλη φορά, είναι ένα βήμα παρακάτω. Αυτή είναι, δυστυχώς, η πραγματικότητα.