Η δανειοδότηση αποτελεί συμβατική σχέση η οποία βασίζεται στη χορήγηση δανείου από τράπεζα σε ενδιαφερόμενο δανειολήπτη για συγκεκριμένη χρήση, κάλυψη ανάγκης ή σκοπό. Προϋποθέτει αίτηση από μέρους του, ο οποίος οφείλει να αποκαλύψει τα προσωπικά και περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και εκείνα των εγγυητών του, ώστε η τράπεζα να μπορεί να διαμορφώσει πλήρη εικόνα για το πρόσωπο και την ικανότητά του να αποπληρώσει το δάνειο. Η τράπεζα συνυπολογίζει τον κίνδυνο που διατρέχει εάν ο δανειολήπτης καταστεί αφερέγγυος ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του δανείου και αποφασίζει ανάλογα για τη δανειοδότηση ή όχι και με ποιους όρους.

Ο δανειολήπτης δεν προβαίνει σε μεταβίβαση, δωρεά ή εκχώρηση περιουσίας, εκτός εάν υπάρχει χρηματικό αντάλλαγμα ή καλή αντιπαροχή και η μεταβίβαση γίνεται καλή τη πίστει και όχι με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει την τράπεζα για είσπραξη του οφειλόμενου δανείου. Εάν ενεργήσει με πρόθεση καταδολίευσης, αυτή θα θεωρηθεί δόλια, ότι αποσκοπεί να παρεμποδίσει την τράπεζα στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης και η μεταβίβαση μπορεί να ακυρωθεί με διάταγμα Δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν έγινε πριν από ή μετά την έναρξη της αγωγής.

Το άρθρο 3(1) του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, προνοεί για την ακύρωση δόλιας μεταβίβασης που γίνεται με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τον πιστωτή να ανακτήσει το οφειλόμενο χρέος. Κάθε τέτοια δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση περιουσίας θα θεωρείται άκυρη και η περιουσία αυτή μπορεί να κατασχεθεί και να πωληθεί προς ικανοποίηση χρέους από δικαστική απόφαση που οφείλεται από το πρόσωπο που ενήργησε με αυτόν τον τρόπο. Στο άρθρο 4, προνοείται η διαδικασία ακύρωσης μιας τέτοιας δόλιας μεταβίβασης κινητής ή ακίνητης περιουσίας που έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας, στην οποία το δικαίωμα για ανάκτηση του χρέους έχει αποδειχτεί. Συναφώς, προβλέπεται ότι μπορεί να ακυρωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης του εξ’ αποφάσεως πιστωτή που γίνεται στην αγωγή ή άλλη διαδικασία και ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.

Εγγυητής εταιρείας κρίθηκε ότι ήταν δόλιες οι μεταβιβάσεις συγκεκριμένων ακινήτων που προέβη προς τη θυγατέρα του και διατάχθηκε η επανεγγραφή τους στο όνομα του για να μπορέσει η τράπεζα να ανακτήσει το χρέος που έχει αποδειχτεί και για το οποίο εκδόθηκε σχετική απόφαση. Συγκεκριμένα, η τράπεζα απέστειλε προειδοποιητική επιστολή 31 ημερών προς το δανειολήπτη και τους εγγυητές του για συμμόρφωση με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, διαφορετικά τους ενημέρωσε ότι θα προχωρούσε με τη λήψη δικαστικών μέτρων. Μετά την ανωτέρω επιστολή, εγγυητής μεταβίβασε και ενέγραψε στο όνομα της θυγατέρας του ακίνητη περιουσία δια δωρεάς, κάτι το οποίο επανέλαβε και ένα μήνα αργότερα με άλλη ακίνητη περιουσία.

Επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση, η τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον του πρωτοφειλέτη και εγγυητών εξασφαλίζοντας σχετική απόφαση. Κατόπιν έρευνας στο Κτηματολόγιο, διαπίστωσε τις προαναφερόμενες μεταβιβάσεις ακινήτων και υπέβαλε αίτηση για ακύρωση τους, διότι η μεταβίβαση ήταν δόλια και έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει την τράπεζα στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι μεταβιβάσεις των ακινήτων ήταν δόλιες και διέταξε την ακύρωση τους και επανεγγραφή των ακινήτων στο όνομα του εγγυητή, ώστε η τράπεζα να καταχωρήσει μέμο και να εκτελέσει την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση που εξέδωσε στην Π.Ε.151/2015, ημερ.09/05/2023, με αναφορά στα ανωτέρω γεγονότα έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση. Σημείωσε υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά τις πρόνοιες του άρθρου 4, του Κεφ. 62, ότι η ιδιότητα του εξ’ αποφάσεως πιστωτή πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης, όμως η μεταβίβαση της περιουσίας μπορεί να έχει γίνει πριν ακόμα εγερθεί η αγωγή.

Η επιστολή της τράπεζας προς τον δανειολήπτη και τους εγγυητές, όπως ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο, τους έθετε πρώτων ευθυνών για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνταν στην αποπληρωμή του δανείου. Κατά τον χρόνο αποστολής της επιστολής υπήρχαν οφειλόμενα ποσά που εάν δεν εξοφλούνταν θα ακολουθούσε η λήψη δικαστικών μέτρων. Η συμφωνία δανείου δεν είχε τερματιστεί, όμως υπήρχαν οφειλόμενα ποσά που η τράπεζα είχε δικαίωμα να τα αξιώσει με αγωγή. Κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν τέτοια που ο δόλος θα μπορούσε ούτως ή άλλως να στοιχειοθετηθεί και γ’ αυτό απέρριψε την έφεση.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα