Δεν παρακολουθώ ούτε Γιουροβίζιον ούτε ποδόσφαιρο, όχι γιατί έχω κάποια αντιπάθεια για τον αθλητισμό και το τραγούδι, αλλά για τον ξεπεσμό τους. Ως εκ τούτου το σχόλιό μου, ενώ δεν αναφέρεται στα καθέκαστα των ψήφων, που έδωσε ή, ορθότερα, δεν έδωσε η ελληνική επιτροπή στο κυπριακό (;) τραγούδι, επισημαίνει ότι ένα ποσοστό των αντιδράσεων για τον μειωμένο αριθμό ψήφων εξέλαβε το γεγονός ως αφορμή να εκφράσει άλλα των άλλων. Τα όσα γράφτηκαν ή ειπώθηκαν με πρόσχημα τον θυμό δεν είναι βέβαια μικρότερης σημασίας. Οι σχετικές δηλώσεις άπτονται κατά την γνώμη μου του προβλήματος ταυτότητας από το οποίο, κακά τα ψέματα, πάσχει μέγα μέρος της κοινωνίας μας. Δυστυχώς, το υπαρκτό και κρίσιμο για την επιβίωσή μας ταυτοτικό ζήτημα ουδέποτε συζητείται σοβαρά και συντεταγμένα με αποτέλεσμα σε κάθε σχετική η άσχετη αφορμή να ξεσπούν οι περισσότεροι σε συνθηματικού τύπου συμπεριφορές. Μεταξύ ατάκας και αφορισμού εξαντλούνται οι περισσότεροι ανίκανοι να κινηθούν σ’ ένα επίπεδο ανώτερο του (παρ)αλόγου. Μέσα σε ένα νεφέλωμα παρανοϊκής λογικής, με έντονα συμπτώματα σχιζοφρενικής συμπεριφοράς εξαντλούν τον καταπιεσμένο τους εαυτό με ιδεολογήματα άτοπα κάθε φορά. 

Σημειώνω πως τόσο το παράλογο, όσο και το σχιζοφρενικό αποτελούν δομικά και συχνά συστημικά φαινόμενα της  πραγματικότητας, κυρίως, όταν αυτή θεάται υπό το καθεστώς φόβου και ηττοπάθειας. Ακραίο, αλλά σύνηθες είναι το σύνδρομο της Στοκχόλμης, το οποίο λαθροβιώνει ανάμεσα μας χωρίς κανείς να τολμά να το εκφράσει σε δημόσιο διάλογο. Οι λιγοστοί δε που βλέπουν καθαρά συντρίβονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 

Θέλω να πω ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες έντονης ιδεοκατάληψης -θα μπορούσα να πω και ιδεοληψίας- ορισμένα ιδεολογήματα εκφεύγουν του ορθολογισμού αλλά και του ρεαλισμού επίσης. Πλανώμενα εν συγχύσει, τα αφηγήματα αυτά, ανάμεσα στο θυμικό που υποτάσσει την σκέψη στην επιθυμία και σε ένα φαντασιακό το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους της πραγματικότητας, καταλήγουν σε παραλογισμούς. Υπό τους όρους αυτούς το «κυπριακό» δεν εκλαμβάνεται πια από τον μέσο πολίτη (τον νέο, κυρίως,) ως ζήτημα υψίστης σημασίας -επιβίωσης- αλλά μάλλον ως ένα βαρίδι, το οποίο αφού στην Ελλάδα δεν θέλουμε να το δώσουμε και ούτε να το κρατήσουμε θέλουμε, εμπράκτως το παραδίδουμε στην Τουρκία· το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει προσυπογράψει ακόμα την παραλαβή έγκειται στο ότι αξιώνει ακόμη και το ελάχιστο μέρος του συνολικού αυτού άχθους, το οποίο εμείς εκλιπαρούμε να κρατήσουμε για τα προσχήματα και μόνο.

Τι θέλω να πω; Έχω παρατηρήσει πως πολλοί από αυτούς που στηλίτευσαν την Ελλάδα (όλη την Ελλάδα, συλλήβδην, λες και η κάθε επιτροπή -του διαγωνισμού τραγουδιού εν προκειμένω-αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον Ελληνισμό στα πάντα) ανήκουν γενικώς στην θολωμένη εκείνη μάζα η οποία θεωρεί ότι όλα τα κακά της Κύπρου προέρχονται από την Ελλάδα και μόνο από αυτήν. 

Λογικώς τα άτομα αυτά δεν έπρεπε να κυριεύονται από θυμό κατά των ιθυνόντων και μη, οι οποίοι δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυπριακή συμμετοχή, αλλά εναντίον εκείνων που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κύπρο. Εν τούτοις πολλοί από αυτούς που οραματίζονται μια Κύπρο «απολακτισμένη» από την Ελλάδα (ή και απογαλακτισμένη) -ας αποφασίσουν τέλος πάντων- φέρονται ενοχλημένοι. Η κορύφωση της κυπριακής σχιζοφρένειας συνίσταται στο οξύμωρο της πλήρους ταυτίσεως των δύο μεγάλων σχημάτων της κομματοκρατίας που κυβερνά. ΔΗΣΑΚΕΛ με συνέπεια ανταγωνίζονται αλλήλους σε πάθος για μια ΔΔΟΜΙ. Πιο ακριβής σημειολογικώς περιγραφή της ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί. Διζωνική, Δικοινοτική, Ομοσπονδία, Με Ισότητα. 

Τρεις κατηγορίες του παραλόγου

Διέκρινα, από τα λίγα που παρακολούθησα επί του θέματος, τρεις κατηγορίες παραλόγου. Η πρώτη εκφράζεται από ένα θυμό που ορμάται από τον ρηχό πατριωτισμό ο οποίος δεν επιτρέπει στον διαμαρτυρόμενο να κατανοήσει την ιεραρχία των πραγμάτων και την διαφορετικότητά τους. Τι είναι και τι σημαίνει πατριωτικώς ωφέλιμο; Σε ένα πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού, όπως και σε κάθε άλλο διαγωνισμό εντός του θεσμικού (ακόμη και του μη) πλαισίου, ο διαγωνιζόμενος κρίνεται -οφείλει να κρίνεται- όχι από την εθνική του ταυτότητα, αλλά με κριτήριο την καλλιτεχνική ποιότητα. Η ελευθερία της διακρίσεως, της επιλογής με βάση το κριτήριο της ποιότητας και του εθνικισμού (το ίδιο και του αντιεθνικισμού) δεν πρέπει να συγχέονται, κυρίως, δε από άτομα που με πάθος στηρίζουν την ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης. 

Το τελευταίο αυτό σχόλιο φανερώνει την δεύτερη κατηγορία η οποία κινούμενη από ακριβώς αντίθετες ιδεοληψίες καταλήγει στον ίδιο αφορισμό, με τον ανάλογο θυμό. Είναι ο θυμός που βλέπει την Ελλάδα ως ανάθεμα, ως τον πρωταίτιο της κυπριακής τραγωδίας. Πολλοί δεν έχουν κανένα ενδοιασμό, μάλλον με χαρά και περηφάνια το διαλαλούν, να δηλώνουν ανθέλληνες. Ναι, το έχω ακούσει τόσο από παλιούς, κοντά στην ηλικία μου, όσο και από νέα παιδιά που εν πλήρει συγχύσει και μέσα από μια ασύλληπτη άγνοια οραματίζονται μια Κύπρο που στην καλύτερη περίπτωση θα γίνει ολόκληρη μάλλον μια επαρχία της προωθημένης νεο-Οθωμανικής ισλαμοφασιστικής αυτοκρατορίας. Θα το πω κι ας πληγώσω. Βρέθηκα σε παρέα με τρεις νέους, όλοι απόφοιτοι πανεπιστημίων, εξαιρετικού ήθους και χαρακτήρα (οι δυο μάλιστα είχαν πατέρα που πολέμησε τόσο το ’64 όσο και το ’74, ο οποίος ήταν περήφανος γι’ αυτό). Στην κουβέντα διαπίστωσα πως είχαν μείνει αμήχανοι όταν σε μια ερώτηση τους αναφορικά με το Κυπριακό τους παρέπεμψα στον ελληνικό εμφύλιο. Δεν γνώριζαν τίποτε, ούτε για το σπάραγμα του εμφυλίου, ούτε για την ηρωική αντίσταση των βουνών, ούτε για την κατοχή. Κάτι περί Γερμανών και Ιταλών ψέλλισαν, επιβεβαιώνοντας την χωρίς προηγούμενο αμάθειά τους για την ιστορία.

Υπάρχει και έχει εκδηλωθεί αμυδρώς και μια τρίτη κατηγορία. Είναι μια κατηγορία σε φθίνουσα πορεία. Όσο πάει λιγοστεύουν οι φωνές της και το σθένος της. Σαν τις γάτες του Άη Νικόλα, μέσα στην πολλή στέγνια «τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες … αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι», κάποτε δέσποζαν στους δρόμους και τις πλατείες, πάλευαν με γυμνά τρυφερά γυναικεία χέρια το συρματόπλεγμα και γέμιζαν τον αέρα με «φωνές και συνθήματα φορώντας το ματωμένο πρόσωπο ανάποδα». Είναι αυτοί που ξέρουν να διαχωρίζουν την επίορκο χούντα από τον λαό, που γνωρίζουν να διακρίνουν το «χρη λέγειν τα καίρια» από την αμετροέπεια και την έπαρση. Αυτοί ξέρουν πως η Ελλάδα, τέσσερεις και πλέον χιλιάδες έτη πολιτισμού -και τι πολιτισμού- (μόνο στην γλώσσα να σταθείς ζαλίζεσαι από την πνευματική μέθη) δεν περιέχεται ούτε στις ψήφους μιας τυχαίας επιτροπής, ούτε στις απόψεις κάποιων τουρκολάγνων αυτομηδενιστών που εργολαβικώς έχουν συστρατευθεί στην αποδόμηση του Ελληνισμού. 

Σε όσους πιθανόν να μου βγουν από τα βραχάκια της παρακατιανής ιδεοληψίας προλέγω πως 

Ελλάδα (και όχι η Ελλάδα) είναι η αναπνοή μας και όποιος δεν το καταλαβαίνει ξέρει μόνο να κατεβαίνει.

 

 

*Αρχιτέκτονας