Στις 14 Μαΐου ο τουρκικός λαός καλείται να εκλέξει τον νέο Πρόεδρο της χώρας καθώς και τα 600 μέλη της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, ο Ερντογάν φαίνεται να χάνει έδαφος έναντι του αντιπάλου του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Ο Κιλιτσντάρογλου, πρόεδρος του Κεμαλικού Κόμματος και ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στηρίζεται από την ομάδα των έξι συνεργαζόμενων κομμάτων αλλά και το φιλοκουρδικό κόμμα, που δεν έχει δικό του υποψήφιο.

Καλούμαστε λοιπόν να διαχειριστούμε το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών: με νίκη ή ήττα Ερντογάν.

Ο Ερντογάν, παρόλα τα επικοινωνιακά τεχνάσματα των τελευταίων εβδομάδων που σκοπό έχουν να τον παρουσιάσουν ως φιλικότερο προς τη Συμμαχία ΗΠΑ-ΕΕ, αντιπροσωπεύει το σκληρό δόγμα της χώρας που προκαλεί τα γειτονικά κράτη, διατηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής και ισορροπεί μεταξύ της στήριξης της Ουκρανίας και της βοήθειας προς τη Ρωσία, για να παρακάμπτει τις Δυτικές κυρώσεις.

Από την άλλη, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου διατυμπανίζει την πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση και το Δόγμα του Αχμέτ Νταβούσογλου για «Μηδενικά Προβλήματα με τις γειτονικές χώρες». Ευρύτερα, τοποθετούνται ότι θα επανέλθουν στο «Δόγμα Ατατούρκ», που επίσης προσδοκά σε «ειρήνη στην Τουρκία και στον κόσμο». Αυτό το Δόγμα, ευθύς μετά τον θάνατο του Ατατούρκ, κράτησε την Τουρκία στην ουδετερότητα, και έξω από τους ωκεανούς αίματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προεκλογικά, η συμμαχία αυτή τοποθετείται υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Ιορδανία, κτλ.

Παρά τις διακηρύξεις αυτές, όμως, δεν έχουμε δικαίωμα εμείς οι Έλληνες να εφησυχάσουμε, διότι ο Κιλιτσντάρογλου δεν έχανε ευκαιρία να κατηγορεί τον Ερντογάν ότι έμενε στις «απειλές» και δεν πήγε «ένα βράδυ» να κυριεύσει τα νησιά του Αιγαίου, ενώ τώρα διακηρύσσει ότι θα δώσει προτεραιότητα στην διπλωματία και όχι στη χρήση, ή τις απειλές χρήσης, ένοπλης βίας. Ταυτόχρονα, υπόσχεται ότι θα σέβεται τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, ειδικά για τον Κούρδο πολιτικό ηγέτη Σελαχατίν Ντεμιρτάς και τον Οσμάν Καβάλα. Διαβεβαιώνει, επίσης, τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι μεθοδικά θα καλύψει όλα τα κριτήρια ένταξης της χώρας του στην ΕΕ.

Όσον αφορά την Ελλάδα, ο Κιλιτσντάρογλου διαβεβαιώνει ότι εάν δεν αποδώσει ο διάλογος θα προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό εκφεύγει φυσικά από την διαπραγματευτική ως τώρα στρατηγική της Τουρκίας, ότι οι ελληνο – τουρκικές διαφορές δεν είναι νομικές αλλά πολιτικές. Σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει την πολιτική του Ερντογάν, που είναι μία «ισορροπία τρίτου διαμεσολαβητή’ μεταξύ Μόσχας – Κιέβου και μακριά από κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.

Σε σχέση με το Κυπριακό, ο Κιλιτσντάρογλου δηλώνει πως: «Δεν θα κάνουμε καμία παραχώρηση από τα εθνικά συμφέροντα μας σε αυτά τα θέματα» και ειδικότερα στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό και το Αιγαίο. Μια δήλωση που είναι απόλυτα συνεπής με τη στάση που έχει κρατήσει μέχρι τώρα.

Την Κυπριακή Δημοκρατία ενδιαφέρουν άμεσα τα εξής:

⦁    Ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις και τις ευμετάβλητες πολιτικές προθέσεις, ο Ελληνισμός να συνεχίσει να ανατρέπει τη στρατιωτική υπεροψία της Τουρκίας, στην οποία, πρωτίστως, στηρίζεται η επεκτατική αυθαιρεσία της.

⦁    Η βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας, γενικά με τη Δύση, και με τις γειτονικές μας χώρες, δεν πρέπει να λειτουργήσει εις βάρος των τριμερών συνεργασιών μας με Ισραήλ, Αίγυπτο, Ιορδανία, κτλ.

⦁    Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να πείσουμε την Αμερική, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν μια ενιαία ρεαλιστική αντιμετώπιση της Τουρκίας που να περιορίζει ή και να ματαιώνει τα επιθετικά σχέδια των Τούρκων στο Αιγαίο, την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και το παράνομο τουρκολιβικό «μνημόνιο».

Σε προσωπικό επίπεδο, δεν συμμερίζομαι τις αισιόδοξες εκτιμήσεις οποιουδήποτε ότι η μετά-Ερντογάν Τουρκία θα είναι λιγότερο ιμπεριαλιστική έναντι του Ελληνισμού. Εκτιμώ ότι θα είναι σκληρότερη και στο εσωτερικό της, με τους 150 χιλιάδες πολιτικούς καταδίκους και τις 40 χιλιάδες επιθετικούς στρατιώτες στην ευρωπαϊκή πατρίδα μας. Το βαθύ κράτος και οι θεσμοί της Τουρκίας διαμορφώνουν την σταθερή πολιτική της χώρας στα ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό αλλά και γενικότερα στο πεδίο της διπλωματίας και των διεκδικήσεων. Η πολιτική αυτή δεν μεταμορφώνεται με την εναλλαγή των κυβερνήσεων, απλά εξελίσσεται. Εμείς οφείλουμε να οικοδομούμε σταθερά την αποτρεπτική μας ικανότητα και την αμυντική μας νικηφόρα ικανότητα.