Η αυλαία των προεδρικών εκλογών έπεσε, αφήνοντας σε κάποιους χαμόγελα ικανοποίησης, σε μερικούς δυσάρεστες αναταράξεις και σε άλλους γλυκόπικρα συναισθήματα. Αν, λοιπόν, θα συμπεραίναμε κάτι από την παρούσα εκλογική διαδικασία είναι ότι τα πρόσωπα διαδραμάτισαν τον δικό τους σημαντικό ρόλο, ενώ οι κομματικές υποδείξεις δεν είχαν και τόσο μεγάλη σημασία στην επιλογή του λαού. Την ίδια ώρα, όμως, οι ιδεολογικές προσεγγίσεις μέτρησαν στο τελικό αποτέλεσμα, ειδικότερα στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου και διαμορφώθηκαν τα δύο στρατόπεδα Χριστοδουλίδη–Μαυρογιάννη.

Ο νυν Πρόεδρος, Νίκος Χριστοδουλίδης, χωρίς να έχει την επίσημη υποστήριξη κανενός από τα δύο μεγάλα κόμματα και παρά τον πόλεμο λάσπης, που άρχισε να δέχεται πριν καν εξαγγείλει υποψηφιότητα, κέρδισε τις εκλογές, έχοντας στα επιτελεία του εθελοντές, που δούλεψαν για έναν ολόκληρο χρόνο, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε από νωρίς την επαφή με την κοινωνία. Το «φαινόμενο» Νίκος Χριστοδουλίδης τελικά δεν… ξεφούσκωσε, ενώ η εκλογή του ήταν κατά κύριο λόγο προσωπική υπόθεση, κι ας φρόντισαν να εκμεταλλευτούν τη δυναμική του διάφορες κομματικές ηγεσίες, για να στοιχηθούν δίπλα του. Στο τέλος, ο κόσμος της ευρύτερης Δεξιάς και Κεντροδεξιάς φαίνεται πως είδε κατά κόρον στο πρόσωπό του την πιο κατάλληλη επιλογή για την Προεδρία του κράτους.

Από την άλλη, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Μαυρογιάννη – ο οποίος κόντρα στις προβλέψεις έφθασε πολύ κοντά στην πηγή, με τους άξιους συνεργάτες, που επέλεξε για να στελεχώσουν την ομάδα του επιτελείου του και το ήθος που πορεύτηκαν – συνέβαλαν στο συγκεντρώσει στο πρόσωπό του, πέραν από τους οπαδούς του ΑΚΕΛ και τη μερίδα της κοινωνίας, που εντάσσεται στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο. Τη δεύτερη Κυριακή, μάλιστα, κατάφερε να κερδίσει και σημαντική μερίδα δυσαρεστημένων Συναγερμικών ψηφοφόρων, που δεν έβλεπαν θετικά τον Νίκο Χριστοδουλίδη. 

Και στις δύο περιπτώσεις, το γεγονός ότι δεν έβγαιναν μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας προβεβλημένα κομματικά στελέχη, αλλά νέα φρέσκα πρόσωπα, που στελέχωναν τα δύο επιτελεία, είχε τη δική του σημασία. Και αυτό πρέπει να στείλει μηνύματα στις κομματικές ηγεσίες.

Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΑΚΕΛ, το μεγάλο ποσοστό του Ανδρέα Μαυρογιάννη μπορεί να γλιτώνει επί του παρόντος την ηγεσία από τις συμπληγάδες, εντούτοις, το κόμμα πρέπει να αντλήσει διδάγματα από τα αποτελέσματα των εκλογών. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι χρειάζεται ένα γενικότερο «λίφτινγκ», το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει ενεργότερη εμπλοκή των Νέων Δυνάμεων και αξιοποίηση προσώπων, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παρούσα εκλογική διαδικασία, όπως η Αλεξία Κουντουρή, ο Λεόντιος Φιλοθέου, ο Πάνος Παρράς και ο Βασίλης Πρωτοπαπάς. 

Όσον αφορά στον ΔΗΣΥ, φαίνεται ότι η ηγεσία δεν εκτίμησε σωστά τα δεδομένα, ενώ ο ίδιος ο Αβέρωφ Νεοφύτου υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του, αλλά και την επιρροή, που θεωρούσε ότι μπορούσε να ασκήσει στους Συναγερμικούς, καλώντας τους, μάλιστα, στον δεύτερο γύρο των εκλογών να κάνουν την «υπέρβαση» και να διαγράψουν με μια μονοκονδυλιά το διαχρονικό «αντιακελικό» τους αίσθημα.

Ο «αντιαβερωφισμός» έπαιξε ρόλο στο αποτέλεσμα, όπως και η απουσία της ηγεσίας από τη βάση του κόμματος τα τελευταία χρόνια, και δή από τα λαϊκά στρώματα της Δεξιάς. Αν, μάλιστα, δεν πραγματοποιηθεί μια ειλικρινής διερεύνηση των αιτιών της ήττας, την οποία ο Αβέρωφ Νεοφύτου θέλησε να παρουσιάσει ενώπιον των μελών του Πολιτικού Γραφείου ως δήθεν νίκη των αρχών και αξιών του κόμματος, η πορεία του κόμματος θα συνεχίσει να ακολουθεί την κατιούσα. Η δέ επίκληση στις κληριδικές αρχές και αξίες δεν είναι αρκετή για να κρύψει τις σημερινές αδυναμίες ιδεολογικού χαρακτήρα και ταυτότητας του κόμματος.

Για το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ, αφενώς τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, αφετέρου ας μη θεωρήσουν ότι το νικητήριο αποτέλεσμα θα τους εξασφαλίσει και ανάλογα αποτελέσματα στις επόμενες εκλογικές διαδικασίες. 

Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της τάσης για απεξάρτηση των ψηφοφόρων από τις υποδείξεις των κομμάτων στέλνει ηχηρά μηνύματα προς πολλούς αποδέκτες. Η εποχή, όπου οι ψηφοφόροι αποθέωναν άκριτα και αδιαμφισβήτητα τις επιλογές της κομματικής ηγεσίας, φαίνεται πως απομακρύνεται οριστικά από τον ορίζοντα, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της χώρας.