Πάνε 15 χρόνια από τότε που ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου έφαγε στα μούτρα την πόρτα της Επιδαύρου και φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει συνέλθει από το χτύπημα. Έκτοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή της αναβιωμένης Σαμίας το 2013 (έτος της οικονομικής τραγωδίας μετά το κούρεμα), έμπαινε μόνο από το παράθυρο.

Ακούγεται άσχημο, το ξέρω, αλλά και φέτος έτσι έδειξε ότι προσπάθησε να μπει, σχεδόν ικετεύοντας. Μέχρι που ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε στους θεατρικούς κύκλους στο νησί υποχρέωσε τον σκηνοθέτη Γιώργο Παπαγεωργίου να κάνει πίσω.

Αυτό σημαίνει πως ούτε φέτος θα πάει ο ΘΟΚ και το αν αυτό είναι για καλό ή όχι –υπό τις περιστάσεις πάντα- είναι κάτι που σηκώνει πολύ συζήτηση. Επιτρέψτε μου να μη συμμερίζομαι το σκεπτικό όσων χαιρέκακα παρουσιάζουν την εξέλιξη αυτή ως «νίκη» (!). Ακόμη μια ήττα είναι, για την ακρίβεια πανωλεθρία. Απ’ όπου κι αν το πιάσεις. Ο Παπαγεωργίου πτοήθηκε από το κλίμα που δημιουργήθηκε και λέει ότι προτίμησε να προστατέψει τον τρόπο δουλειάς του. Αυτό δεν αφορά μόνο το ηθικό κομμάτι της υπόθεσης, αλλά προφανώς θορυβήθηκε από το ενδεχόμενο μιας κλιμακούμενης κατσιποδιάς -και μάλιστα σ’ ένα ανοίκειο περιβάλλον- που θα δυναμίτιζε μια ευάλωτη και διανοητική κατασκευή όπως είναι μια θεατρική παράσταση.

Είναι και υπόθεση στομαχιού. Για παράδειγμα, το αυτί του Άρη Μπινιάρη το 2017 δεν ίδρωσε από το κλίμα που είχε δημιουργηθεί λόγω της επιβεβλημένης από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο πρότασης των Περσών. Το σκηνικό αποτέλεσμα μάλλον τον δικαίωσε, παρόλο που μια βασική διαφορά σε σχέση με τώρα είναι ότι εκείνος είχε μεγαλύτερη ευχέρεια να δημιουργήσει στο επιδαύρειο ντεμπούτο του μια παράσταση με τους όρους που επιθυμούσε. Το κοίλο δεν τον κατάπιε και στη συνέχεια επέστρεψε στην Επίδαυρο για να συνεχίσει την έρευνά του πάνω στο αρχαίο δράμα.

Δείγμα της δουλειάς του Γιώργου Παπαγεωργίου στην Κύπρο είχαμε την ευκαιρία να δούμε όταν τον περασμένο Μάιο ο ΘΟΚ φιλοξένησε την παράσταση «Αρίστος», για τη ζωή του Παγκρατίδη, με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, Φιλαρέτη Κομνηνού. Είναι σεβαστό το γεγονός ότι ο ανερχόμενος σκηνοθέτης αποφάσισε να διαφυλάξει την ψυχική του γαλήνη. Αρνήθηκε μια μεγάλη ευκαιρία, αφού θα έκανε κι αυτός το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στην Επίδαυρο, αλλά και στο αρχαίο δράμα γενικότερα. Το γεγονός ότι ήταν «πρωτάρης», παρεμπιπτόντως, μάλλον αφήνει ερωτηματικά για την επιμονή της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας του Φεστιβάλ Επιδαύρου να τον προτιμήσει από έναν Κύπριο σκηνοθέτη που «δεν γνωρίζει».

Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος την υποτιμητική στάση των εκάστοτε καλλιτεχνικών διευθυντών, αλλά και γενικότερα κάποιων παραγόντων εις τας Αθήνας. Είναι άλλωστε δικαίωμά τους, γούστο τους και καουμποϊλίκι τους. Στην τελική, λογοδοτούν εκεί που πρέπει και στους Έλληνες φορολογούμενους. Ο ΘΟΚ όμως σε άλλους φορολογούμενους λογοδοτεί και άλλη καλλιτεχνική κοινότητα εκπροσωπεί. Αν δεν πάει στην Επίδαυρο δεν θα χάσει η Βενετιά βελόνι. Αυτή η πρεμούρα που δείχνει διαχρονικά έχει βέβαια την εξήγησή της. Η ιστορία του οργανισμού είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου από το 1980 κι ένθεν και μιλάμε για μια σχέση πολιτική και βαθιά συναισθηματική, που χάρισε μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της διοργάνωσης. Και θυμίζω ότι αυτό συνέβη με Κύπριους σκηνοθέτες. Σήμερα, δίνει την εντύπωση ότι είναι ο ίδιος «ικέτης».

Η καλλιτεχνική κινητικότητα μεταξύ Ελλάδας- Κύπρου δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάψει. Είναι θεμιτή και απαραίτητη. Το κυπριακό καλλιτεχνικό δυναμικό έχει κατά καιρούς μπολιαστεί με σπουδαίους εξ Ελλάδος, ή ελλαδοθρεμμένους πρωταγωνιστές που καθόρισαν την ιστορία του θεάτρου στο νησί. Ειδικά ο ΘΟΚ, ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα σε τέτοιες συνεργασίες. Σήμερα κιόλας δύο πρωταγωνιστές, η Μαρία Σκουλά και ο Γιώργος Κριθάρας, κάνουν πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή. Υπήρξε ένα διάστημα πριν από 6-7 χρόνια που μέσα σε 2-3 σεζόν βρήκαν καλλιτεχνικό και επαγγελματικό καταφύγιο στο κρατικό θέατρο της Κύπρου δεκάδες Ελλαδίτες. Είδαμε σε μικρό διάστημα δουλειά σκηνοθετών όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς, η Άντζελα Μπρούσκου, ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο Γιάννης Καλαβριανός, ο Κώστας Γάκης, η Έφη Θεοδώρου, ο Βασίλης Κουκαλάνι και πρωταγωνιστών όπως η Ρένη Πιττακή, η Ράνια Σχίζα, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, η Υρώ Μανέ, ο Χάρης Σώζος, η Αιμιλία Βάλβη, ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης. Καλοδεχούμενοι όλοι και μακάρι να έρθουν άλλοι τόσοι. Εφόσον όμως μιλάμε για εκπροσώπηση του κυπριακού θεάτρου στο εξωτερικό, αυτό μόνο με μια πρόταση που θα το εκφράζει πλήρως μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Η συζήτηση που άνοιξε αυτό το διάστημα θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία να επαναξιολογηθεί το πλαίσιο της πολιτικής του ΘΟΚ πάνω στο θέμα της Επιδαύρου. Ακόμη και το ύφος της τελευταίας ανακοίνωσης μαρτυρά τον μεγάλο νταλγκά του οργανισμού να συμμετέχει ντε και καλά στο «κορυφαίο φεστιβάλ αρχαίου δράματος όλου του κόσμου». Το ζήτημα είναι ότι αυτός ο καημός δεν πρέπει να τον αποπροσανατολίζει. Η Επίδαυρος ούτε αυτοσκοπός είναι, ούτε μοναδική πηγή νοήματος για την ύπαρξή του. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Η ιστορία εξάλλου έδειξε ότι και το αργολικό θέατρο έχει ανάγκη τον ΘΟΚ, έναν άλλον ΘΟΚ όμως, πιο γνήσιο, πιο συνειδητοποιημένο, πιο εμπνευσμένο. Την ίδια ανάγκη τον έχουμε κι εμείς εδώ.

* Η φωτογραφία είναι από τις ιστορικές Ικέτιδες του Νίκου Χαραλάμπους. 

Ελεύθερα, 15.1.2023