Είκοσι χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο του εθνοφρουρού Θανάση Νικολάου, η κυπριακή κοινωνία δεν αναρωτιέται πια τι συνέβη. Το ερώτημα έχει αλλάξει. Τώρα, όλοι ρωτούν: Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν ποινικές ευθύνες για όλους αυτούς, οι οποίοι σύμφωνα με  διαδοχικά πορίσματα ποινικών ανακρίσεων και θανατικών ανακρίσεων, εμφανίζονται να λειτούργησαν αμελώς με αποτέλεσμα να συγκαλύψουν ή έστω να οδηγήσουν σε λανθασμένα μονοπάτια τις έρευνες του εγκλήματος; Πώς είναι δυνατόν, όσα προκύπτουν από μαρτυρίες και καταθέσεις να μην είναι αρκετά για να οδηγήσουν στο εδώλιο κάποιους;

Ο ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανός είναι ένα από τα πιο κεντρικά πρόσωπα σε αυτή την τραγική υπόθεση. Είναι εκείνος που υποστήριξε από την πρώτη στιγμή την εκδοχή της αυτοκτονίας, σφραγίζοντας ουσιαστικά την τύχη ολόκληρης της αρχικής έρευνας το 2005. Σήμερα, το νέο συγκλονιστικό πόρισμα των Παππά-Αθανασίου, καθιστά την ευθύνη του όχι απλώς μεγάλη αλλά και καθοριστικής σημασίας.

Στο πόρισμα, το οποίο αποκάλυψε χθες ο «Φιλελεύθερος», καταγράφονται με ανατριχιαστική λεπτομέρεια οι παραλείψεις και οι αντιφάσεις του κ. Σταυριανού. Οι ανακριτές μιλούν για «αντιφατικές και διαφορετικές εκδοχές, που κατ’ ισχυρισμό δόθηκαν, για να καλυφθεί η αρχική γνωμάτευση περί αυτοκτονίας». Πρόκειται για μια διατύπωση, που από μόνη της έπρεπε ήδη να είχε σημάνει συναγερμό στους αρμόδιους θεσμούς.

Στο ίδιο πόρισμα, αποκαλύπτεται ένας χείμαρρος από κενά, παραλείψεις και εναλλασσόμενες εκδοχές. Στο επίκεντρο όλων αυτών, βρίσκεται το πρόσωπο που, αντί να διαλευκάνει την αιτία του θανάτου, φαίνεται να συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην αποσιώπησή του εγκλήματος. Αφού η γνωμάτευσή του περί αυτοκτονίας ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η έρευνα περιορίστηκε, ο φάκελος έκλεισε για πολλά χρόνια. Γεγονός το οποίο κατέστησε την πιθανότητα ανεύρεσης μαρτυριών που να οδηγούν στους δολοφόνους, απειροελάχιστη.

Ας δούμε για ποιο λόγο, επαναφέρουμε σήμερα το θέμα Σταυριανού. Οι δύο ανακριτές εισηγούνται την εξέταση του ενδεχομένου διάπραξης έξι σοβαρών ποινικών αδικημάτων από τον ιατροδικαστή: Παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, έκδοση ψευδούς πιστοποιητικού, καταστροφή αποδεικτικού στοιχείου, παροχή ψευδών πληροφοριών στην Αστυνομία, ψευδορκία και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.

Βεβαίως, πρόκειται για εισήγηση. Βεβαίως, χρειάζεται ειδική έρευνα για να αποδειχτεί αν όλα αυτά ισχύουν. Βεβαίως, όλοι διατηρούν το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Όμως, οι ποινικοί ανακριτές δεν κατέληξαν ελαφρά τη καρδία σε αυτές τις εισηγήσεις. Προφανώς και διαθέτουν στα χέρια τους ισχυρότατες ενδείξεις. Μάλιστα, υπενθυμίζουμε πως ανάλογα ήταν τα συμπεράσματα και των προηγούμενων ποινικών ανακριτών Μάτσα και Αλεξόπουλου.

Αν όμως, έκανε τόσο κρίσιμα λάθη, τότε δεν έχουμε απλώς μια λανθασμένη γνωμάτευση αλλά τον βασικό κρίκο σε μια αλυσίδα, η οποία απέκρυψε ουσιαστικά το έγκλημα. Και δεν θα αποκαλυπτόταν ποτέ, αν αυτή η σπουδαία μάνα δεν επέμενε επί 20 χρόνια να παλεύει κόντρα σε όλους. Είναι χαρακτηριστικό αυτό το οποίο καταγράφεται στη σελ. 110 του πορίσματος: «Προβαίνει σε διάφορα σενάρια, προφανώς σκέψεις εκ των υστέρων, για να δικαιολογήσει την αμέλεια και αδιαφορία που επέδειξε».

Η ανάλυση της αυτοψίας στη σκηνή φανερώνει πόσο πρόχειρη ήταν η αρχική εκτίμηση. Σύμφωνα με τους ανακριτές, ο Σταυριανός δεν έλαβε υπόψη του την απόσταση του πτώματος από τον κάθετο άξονα της γέφυρας, δεν έδωσε εντολή για μετρήσεις. Αγνόησε εντελώς τα στοιχεία που ήταν μπροστά στα μάτια του: τα άθικτα γυαλιά μυωπίας με λυγισμένο σκελετό, την τοποθέτηση του πορτοφολιού δίπλα στη φόρμα, τα καθαρά ρούχα χωρίς σχισίματα, την απουσία εξωτερικών κακώσεων, ακόμη και την απουσία εκτίναξης των παπουτσιών.

Όλα αυτά δεν συνάδουν με πτώση από ύψος 30 μέτρων. Και όμως, επί δύο δεκαετίες, ολόκληρη η υπόθεση είχε κλειδώσει πάνω σε αυτή την εσφαλμένη παραδοχή.

Η στάση του κ. Σταυριανού είναι πλέον προκλητική. Αντί να αναγνωρίσει το λάθος του, συνεχίζει να αμφισβητεί το έγκλημα το οποίο τεκμηριώθηκε πλέον από διαδοχικές ποινικές και θανατικές ανακρίσεις. Η συμπεριφορά αυτή δεν προσβάλλει μόνο την επιστήμη αλλά και την κοινωνία. Προσβάλλει κυρίως την Ανδριάνα Νικολάου, τη μητέρα που επί 20 χρόνια πολεμά απέναντι σε ένα αδιαπέραστο τείχος σιωπής, συγκάλυψης και αδιαφορίας.

Η υπόθεση Θανάση Νικολάου δεν είναι μια παλιά αδικία που πρέπει απλώς να «δικαιωθεί». Είναι η υπόθεση που δοκιμάζει την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης και την αντοχή της Δημοκρατίας. Γιατί όταν ένας 26χρονος πεθαίνει κάτω από τόσο ύποπτες συνθήκες, και η Πολιτεία αντί να τον προστατεύσει, προστατεύει τους ενόχους, τότε έχουμε να κάνουμε με συνενοχή.

Η τραγωδία του Θανάση Νικολάου δεν είναι πια, μια υπόθεση της οικογένειάς του. Είναι υπόθεση όλων μας. Οφείλουμε όλοι να διασφαλίσουμε πως τέτοιες εγκληματικές παραλείψεις δεν θα ξανασυμβούν. Γι’ αυτό και απαιτείται λογοδοσία. Γι’ αυτό και πρέπει να υπάρξει κάθαρση. Γι’ αυτό και πρέπει, επιτέλους, ο Πανίκος Σταυριανός μαζί με μερικούς άλλους να λογοδοτήσουν.

Είχε την ευκαιρία, τουλάχιστον, να απολογείτο. Τουλάχιστον, να ζητούσε μια συγνώμη από την ηρωική Ανδριάνα. Δεν το έπραξε. Τώρα, πρέπει να βρεθεί στο εδώλιο και αν βρεθεί ένοχος να τιμωρηθεί.