Για το πρωί της ερχόμενης Τετάρτης 30 Απριλίου είναι προγραμματισμένο στη Βουλή το εναρκτήριο «λάκτισμα» της συζήτησης επί της αρχής του νομοσχεδίου για την κατοχύρωση της ιδιότητας του καλλιτέχνη.
Απ’ ότι είδα στην ημερήσια διάταξη, στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού αναμένεται να βρίσκονται πάνω από 50 άτομα. Έχουν φυσικά κληθεί εκπρόσωποι του Υφυπουργείου Πολιτισμού, των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, της Νομικής Υπηρεσίας, η Επίτροπος Νομοθεσίας και εκπρόσωποι των φορέων συλλογικής εκπροσώπησης καλλιτεχνών και πολιτιστικών επαγγελματιών.
Πάνε σχεδόν τέσσερις μήνες από τότε που η κυβέρνηση το εξήγγειλε και στο διάστημα αυτό οι επηρεαζόμενοι το αποκήρυξαν μετά βδελυγμίας ως προς την ουσία και ως προς τη διατύπωση. Η Επίτροπος Νομοθεσίας που το συνέταξε επέρριψε αυτή τη στάση στη «μη πλήρη κατανόηση του κειμένου». Το Υφυπουργείο Πολιτισμού το υποστήριξε σθεναρά και το χαρακτήρισε «τομή» για την κυπριακή πολιτεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέμενε, λέει, «αντιπροτάσεις» αλλά δεν είδε. Την ίδια στιγμή, τα δύο μεγάλα κόμματα ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ στάθηκαν επικριτικά απέναντι στο νομοσχέδιο και κάλεσαν την κυβέρνηση να διαβουλευτεί ουσιαστικά και ευρέως με τους φορείς του πολιτισμού κατά τομέα, μπας και βρεθούν κάποιες συγκλίσεις. Αλλά ούτε αυτό έγινε.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που θα αρχίσει το νομοσχέδιο οσονούπω να συζητείται, οι εμπνευστές του στ’ αλήθεια φιλοδοξούν ότι θα βρει έρεισμα;
Ούτε τα συμπολιτευόμενα κόμματα φάνηκαν μέχρι τώρα ιδιαίτερα ζεστά. Αντίθετα. Για παράδειγμα η ΔΗΠΑ έχει διατυπώσει ανησυχίες τόσο για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου όσο και για την προοπτική να αποτελέσει βάση συζήτησης στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι σε έναν χρόνο, τον Μάιο του 2026, έχουμε τις Βουλευτικές Εκλογές, εν μέσω μάλιστα της Κυπριακής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, δεν μπορώ να δω πώς αυτή η συζήτηση θα μπει σε ράγες που θα οδηγήσουν το νομοσχέδιο σε ψήφιση. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να διαβλέψει την εξέλιξη της υπόθεσης.
Μια πρώτη γεύση θα πάρουμε την Τετάρτη και ίσως –ίσως λέμε- να γίνει και ένα ξεκαθάρισμα προθέσεων από όλους τους εταίρους ώστε να δούμε αν αυτή η συζήτηση έχει μέλλον και νόημα. Από εκεί και πέρα, δεν αποκλείεται οι εμπνευστές- υπερασπιστές του νομοσχεδίου, που κρατούν και το μαχαίρι και το καρπούζι, να φέρουν τους επηρεαζόμενους προ τετελεσμένων σε μια λογική «πάρ’ το ή άφησ’ το».
Δεν χρειάζεται να το διατυπώσουν ακριβώς έτσι, αφού εκ των πραγμάτων εκεί οδηγείται το πράγμα μιας και ένα διαχρονικό και κρίσιμο αίτημα υπαρξιακής σημασίας πέρασε μέσα από μια χρονοβόρα διαδικασία, η οποία με τα υφιστάμενα δεδομένα θα πρέπει να επαναληφθεί. Δεν λέω ότι θα τεθεί εκβιαστικά, ούτε ότι οι προθέσεις των κυβερνώντων για μια διευθέτηση αυτού του συνταγματικά και κοινωνικά περίπλοκου, αλλά και τόσο καθοριστικού ζητήματος δεν είναι ειλικρινείς, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Αυτό που λέω είναι ότι εκ των πραγμάτων οι επηρεαζόμενοι αναμένεται να βρεθούν σύντομα ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος. Οι πλείστοι μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις τους έχουν μάλλον καταστήσει σαφές ότι προτιμούν να περιμένουν κι άλλο, όσο χρειαστεί, παρά να συγκαταθέσουν στην εφαρμογή ενός νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου που θεωρούν εξαρχής στρεβλό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ασυμβατότητας μεταξύ του προτεινόμενου νομοσχεδίου και των πραγματικών αναγκών των καλλιτεχνών αποτελεί η περίπτωση των εικαστικών. Οι τελευταίοι διεκδικούν ένα ειδικό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, επικαλούμενοι τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματός τους που δεν επιτρέπουν την ένταξή τους στις τυποποιημένες κατηγορίες εργαζομένων. Αυτό δεν αντικατοπτρίζει απλώς μια διαφωνία επί του κατατεθέντος νομοθετήματος, αλλά μια θεμελιώδη αντίθεση στη φιλοσοφία και την προσέγγιση του ζητήματος.
Στην ουσία, οι δύο πλευρές μιλούν διαφορετικές γλώσσες αναφορικά με το τι συνιστά κατοχύρωση της επαγγελματικής υπόστασης, γεγονός που προμηνύει ότι απαιτείται μια ριζική επανεκκίνηση και μια μακρά περίοδος συζητήσεων από μηδενική βάση για να υπάρξει πραγματική προοπτική συναίνεσης.
Η ιστορία των προσπαθειών για τη θεσμική κατοχύρωση της ιδιότητας του καλλιτέχνη στην Κύπρο έχει επιδείξει μια επαναλαμβανόμενη αδυναμία της πολιτείας να κατανοήσει σε βάθος τις ιδιαιτερότητες του χώρου ή να τις ικανοποιήσει μέσα στο υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο. Το κράτος κρίνει ότι ειδικά προσαρμοσμένες μεν, τυποποιημένες δε λύσεις επαρκούν σε ένα πεδίο που χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία και ρευστότητα. Η συζήτηση που ξεκινά ενδέχεται να αποτελέσει ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά σειρά ασύμπτωτων διαλόγων.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι κατά πόσον η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει την αποτυχία της παρούσας προσέγγισης και να επιδιώξει μια ουσιαστική επανέναρξη της διαδικασίας. Διαφορετικά, όλες οι πλευρές θα βρεθούν εγκλωβισμένες σ’ έναν φαύλο κύκλο ατέρμονων συζητήσεων, με τους επηρεαζόμενους φυσικά να παραμένουν σταθερά σε καθεστώς εργασιακής και ασφαλιστικής επισφάλειας.
Και καθώς το χρονόμετρο μετρά αντίστροφα προς τις εκλογές, το παράθυρο ευκαιρίας για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στενεύει επικίνδυνα, καταδικάζοντας τους καλλιτέχνες σε μια παρατεταμένη περίοδο θεσμικής αβεβαιότητας.
Ελεύθερα, 27.4.2025