Mέρος Α΄: Το μεγάλο πανί του κινηματογράφου

Την πρώτη οθόνη την αντίκρυσε μικρό παιδί ακόμη, όταν ένας πλανόδιος καραγκιοζοπαίχτης ανέβηκε στο χωριό του εκεί ψηλά στα άρκα όρη. Αφού εβούττησεν ο νήλιος, πέρα πίσω που τα βουνά και το σκοτάδι τύλιξε το χωριό, άπλωσε ένα άσπρο πανί στην πλατεία πάνω στο οποίο δόθηκε η παράσταση. Μετά από αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία τα παιδιά έστηναν τη δική τους οθόνη μ’ ένα σεντόνι, μια λάμπα πετρελαίου και με τα χέρια τους ή με κλαριά έφτιαχναν δράκους και θερκά, ανεράδες και ζώα της Αφρικής, από αυτά που δεν είχαν δει ποτέ τους γι’ αυτό και τους έδιναν τη μορφή και το σχήμα της φαντασίας τους.

Κάποιος συγχωριανός τους, είχε μεταναστεύσει στην Αφρική αλλά δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε και όσοι είχαν πάρει το καράβι για τη Μεγάλη Βρετανία ή την Αυστραλία. Όλοι γίνονταν γράμματα, επιστολές ή καρτ-ποστάλ που οι δικοί τους παραλάμβαναν αραιά και πού. Κάποτε ο φάκελος περιείχε μια μαυρόασπρη φωτογραφία ή χρήματα. Την προσκυνούσε καθημερινά η οικογένεια, βάζοντας ευχές στον ξενιτεμένο της. Ο ιερέας, ο μουχτάρης ή ο δάσκαλος του χωριού διάβαζαν μεγαλοφώνως το περιεχόμενο στο καφενείο, στην παρουσία των θαμώνων που δεν ήξεραν γράμματα.

Τα νέα μεταφέρονταν στη συνέχεια στο σπίτι, στις γυναίκες στις οποίες με ένα άγραφο νόμο δεν επιτρεπόταν η είσοδος στα καφενεία, χώρος αποκλειστικός για τους αδρώπους. Φύλαγαν στον κόρφο τους το γράμμα για να νιώσουν πιο κοντά στην καρδιά τους το αγαπημένο τους, πρόσωπο, πατέρα, σύζυγο ή γιο. Τη φωτογραφία την κρέμαζαν στο εικονοστάσι δίπλα από αυτή της Παναγίας ή πάνω στον καθρέφτη της αρμαρόλλας με τη σκαλιστή κορνίζα, στα πιο εύπορα σπίτια. Οι επιστολές φυλάσσονταν σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί μαζί με τα πιστοποιητικά γεννήσεως και τα κοτσιάνια του σπιτιού ή της γης, τα οποία πιστοποιούσαν πού άρχιζε και πού τέλειωνε το μάλι ή το αμπέλι τους. Μα αυτοί γνώριζαν σπιθαμή τη σπιθαμή τη γη τους που, ούτως ή άλλως, χωριζόταν περίτεχνα με πέτρινες δόμες.

Ο Παναγιώτης κατέβηκε στην πόλη στα δώδεκά του για να πάει γυμνάσιο. Διέμενε ως νοικάρης σε οικογένεια, τρώγοντας ένα ζεστό γεύμα την ημέρα στο μαειρκό της Συκαμιάς, όπου πλήρωνε με το μήνα. Κάθε τόσο επέμπαν του οι γονιοί του ένα καλάθι από το χωριό, με αυγά, ψωμί και άλλα φαγώσιμα. Ένα γιο τον είχαν όλον κι όλον οι γονιοί του, ήταν το μοναχοπαίδι τους γι’ αυτό και επιτρεπόταν μια τέτοια πολυτέλεια. Όποτε ανέβαινε στο χωριό η μάνα του έσφαζε μιαν όρνιθα για χάρη του.

Κάτω στην πόλη είδε για πρώτη φορά κινηματογράφο σε μια γιγάντια οθόνη με πραγματικούς ανθρώπους και όχι πια σκιές. Οι ηθοποιοί μιλούσαν μάλιστα και τραγουδούσαν σε ξένες γλώσσες, χόρευαν, αγαπούσαν, θύμωναν, σκότωναν, έκλαιγαν, καθώς όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα και η ζωή περνούσαν από την οθόνη. Έγινε η αγαπημένη του ψυχαγωγία αφού μέσω του κινηματογράφου διέκρινε και μια άλλη ζωή πέρα από την πραγματική και την καθημερινή.

Στην πόλη με την αστυφιλία οι άνθρωποι αγωνίζονταν να ορθοποδήσουν. Μεγάλη μερίδα απ’ αυτούς έδιναν αγώνα για ανεξαρτησία από τους Εγγλέζους αποικιοκράτες και για Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Αφού πήρε το απολυτήριό του, έπρεπε να βρει δουλειά, να φυλάξει χρήματα πριν παντρευτεί και μετά την αγορά ποδηλάτου να προχωρήσει σ’ αυτήν ενός αυτοκινήτου. Παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, την Αίγλη, και λίγο μετά την άφιξη της πρώτης του κόρης, που γεννήθηκε μαζί με την Ανεξαρτησία του νησιού και την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήρθε και η τηλεόραση στη ζωή τους. Ήταν ο πρώτος στη γειτονιά που εγκατέστησε σπίτι του μια συσκευή Telefunken, την οποία η γυναίκα του στόλισε με σιεμέ και μπιμπελό.

Έρχονταν οι γείτονες τα βράδια να δουν τηλεόραση και όταν οι γονείς του κατέβαιναν απ’ το χωριό δεν πίστευαν στα μάτια τους, βλέποντας τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο να τους χαιρετά πίσω που το γυαλί. Τους έπαιρναν και στον κινηματογράφο. Επιστρέφοντας πίσω και έχοντας ζήσει αυτό το θαύμα, διηγούνταν με περηφάνια στους χωριανούς πως ο Παναής, ο γιος τους, είχε βάλει τελεόραση σπίτι του και πως «μέσα στο γυαλί τζαι το σεντόνι του σινεμά θωρείς αληθινούς αδρώπους να συντυχάνουν ή να σκοτώνουνται τζαι γεναίτζες τιτσιρόκωλες να κλώνουνται τζαι να σύρνουν τραουδκιές. Τζαι εν τους καταλάβεις γρι». Είχαν πάθει πολιτισμικό σοκ βλέποντας τη ζωή ποτζεί σε άλλους τόπους, στες Αθήνες, στην χώρα των Εγγλέζων τζαι στην Αμέρικα. Τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο και για μέρες κάθονταν σιωπηλοί, συλλοϊσμένοι αφού ο κόσμος τους και οι μέχρι τότε σταθερές αξίες τους είχαν ποκουππιστεί λόγω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.

dena.toumazi@gmail.com