Από αυτή την κυβέρνηση με τους νέους ανθρώπους και το νέο πνεύμα που υποσχέθηκαν, το τελευταίο που περίμενα ήταν να παρουσιάσουν νομοσχέδιο το οποίο να προβλέπει παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, εξαναγκασμό σε αποκάλυψη των πηγών τους, κατάσχεση εργαλείων και εμπιστευτικών πληροφοριών.

Κι όμως το έκαναν! Σήμερα. Στο σωτήριο έτος 2025. Είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο υποτίθεται ρυθμίζει την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης με βάση «ευρωπαϊκή πράξη». Αλλά όσα περιλαμβάνονται θα μπορούσαμε να τα συζητούμε την δεκαετία του 60, του 70, ίσως και του 80, όχι σήμερα. Και δυστυχώς, αυτοί οι άνθρωποι του νέου πνεύματος και του εκσυγχρονισμού πήγαν στην Ευρώπη όταν συζητούσαν το ζήτημα και υποστήριξαν μαζί με άλλα εφτά κράτη την πρόνοια που εισηγήθηκε η Γαλλία για παρακολούθηση δημοσιογράφων μέσω κατασκοπευτικών λογισμικών.

Την υποστήριξαν. Άρα είναι νοοτροπία, είναι αυτής της λογικής. Των παρακολουθήσεων και του ελέγχου των δημοσιογραφικών πηγών για την προστασία των οποίων πήγαν δημοσιογράφοι στη φυλακή και υπάρχουν αποφάσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων που προστατεύουν τον δημοσιογράφο ώστε να μην αποκαλύπτει τις πηγές του. Και τώρα το βλέπουμε να μπαίνει σε νομοθεσία. Οι αντιδράσεις των οργάνων των δημοσιογράφων τους ανάγκασαν να δηλώσουν ότι θα το ξανασκεφτούν και θα επανέλθουν, αλλά αυτό που μας απασχολεί είναι η νοοτροπία τους.

Τι λέει η νομοθεσία που θέλουν να επιβάλουν; Ότι «ο Αρχηγός της Αστυνομίας ή ο Διοικητής της ΚΥΠ ή οποιοσδήποτε ανακριτής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο αυτών» θα μπορεί να απευθύνεται στον Γενικό Εισαγγελέα και αυτός θα καταχωρεί «μονομερή αίτηση (ex parte) στο Δικαστήριο σε βάρος» δημοσιογράφου, εκδότη, αρχισυντάκτη, ώστε «να υποχρεωθούν να αποκαλύψουν πληροφορίες που σχετίζονται με τη ταυτοποίηση δημοσιογραφικών πηγών ή εμπιστευτικών επικοινωνιών ή γενικά πληροφοριών που είναι ικανές να οδηγήσουν στις δημοσιογραφικές πηγές ή εμπιστευτικές επικοινωνίες ή (β) να υποβληθούν σε παρακολούθηση, έρευνα και κατάσχεση οι καθ΄ ων η Αίτηση ή οι εταιρικοί ή ιδιωτικοί χώροι τους, με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών που σχετίζονται ή είναι ικανές να ταυτοποιήσουν δημοσιογραφικές πηγές ή εμπιστευτικές επικοινωνίες».

Δεν μένουν μόνο σε αυτά, που ούτως ή άλλως είναι απαράδεκτα στην εποχή μας, αλλά και να επιτρέπεται «η ανάπτυξη λογισμικού παρεμβατικής παρακολούθησης σε οποιοδήποτε υλικό, ψηφιακή συσκευή μηχανή ή εργαλείο χρησιμοποιείται από τους καθ’ ων η αίτηση(…)».

Όλα αυτά στη βάση του άρθρου 17 του Συντάγματος μέσου του οποίου το απόρρητο «της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας» αίρεται όταν υπάρχουν  εύλογες υπόνοιες για διάπραξη πέντε «σοβαρών ποινικών αδικημάτων». Ανάμεσα σε αυτά, κατά το Σύνταγμα, είναι και «αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω».

Ειδικά με αυτό για τα αδικήματα διαφθοράς μπορεί ο καθένας να σκεφτεί πόσο εύκολο είναι να κρίνει «ο Αρχηγός της Αστυνομίας ή ο Διοικητής της ΚΥΠ ή οποιοσδήποτε ανακριτής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο αυτών», ή οποιοσδήποτε πολιτικός προϊστάμενος αυτών, λέω εγώ, ότι πρέπει να θέσει υπό παρακολούθηση δημοσιογράφους. Ή να εισβάλουν στους «εταιρικούς ή ιδιωτικούς χώρους τους» και να κατάσχουν τα εργαλεία τους, τα κομπιούτερ τους, τα κινητά τους, τα μολύβια τους ή ό,τι άλλο κόψει ο νους τους.

Στην εποχή μας, ελάχιστοι δημοσιογράφοι απέμειναν να πολεμούν τη διαφθορά και να ξεσκεπάζουν τους διεφθαρμένους. Θα τους βάλουν κι αυτούς στο στόχαστρο μέχρι να τους αναγκάσουν να τα παρατήσουν κι αυτοί. Όπως έλεγε χτες ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης είναι εντυπωσιακό με πόση ευκολία λένε ψέματα. Είναι επίσης εντυπωσιακό και με πόση ευκολία δημιουργούν συνθήκες συσκότισης για να μην τους ενοχλεί κανένας, αλλά και με πόση ευκολία στήνουν νόμους για να απειλούν την ελευθεροτυπία, άρα και τη δημοκρατία και να βάζουν σε καλούπια τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις. Τι να τους κάνουν τους δημοσιογράφους, αρκούν οι κάμερες για τις δηλώσεις και τα διαγγέλματα. ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΙ.