Ό,τι με χαλάει, υπάρχοντας σε μια κοινωνία που σε απορρυθμίζει με την απληστία και αμετροέπειά της, το βλέπω συχνά μες τον καθρέφτη μου. Η παραλλαγή του, δεν με αναπαύει. Απλώς, με βολεύει. Όπως βολεύει και εκείνο το αστήρικτο «ο λαός έχει πάντα δίκιο».

Σοβαρά τώρα; Και ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο … «γενικά, λαός»;

Άτοπες και επικίνδυνες απορίες. Που, μάλιστα, στερούνται βάσεων λογικής προσέγγισης.

Πώς να εξηγήσεις, φερ’ ειπείν, τις πολιτικές επιλογές; Ιδίως σε χώρες σαν τις δικές μας, που έχουν έλλειμα πραγματικής δημοκρατικής βάσης; Τα κριτήρια επιλογής προσώπων και παρατάξεων, στερούνται λογικής. Σε πολύ μεγάλη έκταση.

Χρωματίζονται από γνωριμίες και συμφέροντα. Μερικές φορές, ακόμα και για χαβαλέ ή και για πείσμα (απέναντι σε τι, δεν μπορώ να ξέρω, ίσως ένα καλός ψυχοθεραπευτής και, μάλιστα, από … άλλο σύμπαν, όχι το δικό μας, όπου όλοι πια είμαστε «κολλητοί»), απλώς για να δείξουμε ότι διαφέρουμε.

Τι κρίμα! Θα μπορούσαμε να την κερδίσουμε αυτήν την «ανάδειξη», προσφέροντας τον καλύτερο εαυτό μας: Στην κοινωνία, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην πολιτική, στην επιχειρηματικότητα, στο περιβάλλον, στις τέχνες, στην προσφορά μας στους αδύναμους, στην εκτίμηση προς τους λαμπρούς, τους επιστήμονες, τους ανιδιοτελείς ευεργέτες.

Όποτε απογοητευόμαστε από κάποιον πολιτικό που αποδεικνύεται λίγος, επηρμένος και ανέντιμος, απέναντί σου στον καθρέφτη βλέπεις την εικόνα σου. Πότε με σημάδια απογοήτευσης. Πότε με αποχρώσεις θυμού. Πότε με βλέμμα άδειο, στο πουθενά.

Αυτογνωσία. Φέρε μου τα ψηφοδέλτια που τόσα χρόνια ρίχνω στις κάλπες και θα δεις που στέκομαι. Ή μάλλον, που μετεωρίζομαι!

Δείξε μου και τα δικά σου, να παρηγορηθώ ότι υπάρχουν και χειρότερα! Ποτέ δεν ψήφισα τυχάρπαστους και ουρανοκατέβατους, σαν τη «χαρακτηριστική περίπτωση» που έχετε τώρα στην Κύπρο ως εκπρόσωπό σας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ή και σαν εμάς στην Ελλάδα, που πάμε να αναστήσουμε ξανά την Κωνσταντοπούλου και να καταστήσουμε σοβαρό κόμμα την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου. Ενός πωλητή θρησκευτικών βιβλίων, χειρόγραφα του Ιησού Χριστού και κρέμες προσώπου αμφιλεγόμενης ποιότητας και ασφάλειας, για να ξανακερδίσουμε, λέει, τη χαμένη μας νιότη.

Βλέπω και εδώ στην Κύπρο, διάφορους να μετακινούνται όπου τους παίρνει, ακόμα και στα ακροδεξιά απόπαιδα της Χρυσής Αυγής, μόνο και μόνο για να κερδίσουν βουλευτική έδρα. Που, αν η Δημοκρατία είχε και την αξιοκρατία μες το DNA της, όλοι αυτοί θα αποβάλλονταν. Ας μη πω πού!… Δεν έχουμε και καλό αποχετευτικό.

Συχνά-πυκνά, όποτε μπερδεύονται μέσα μου τα «πώς» και τα «γιατί», ανατρέχω στα κείμενα του αγαπημένου μου Κώστα Μπέη, 1933-2024, που ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου, διαπρεπής νομικός και, στα ύστερα του βίου του, αποφάσισε και έγινε απλός ιερέας.

Τον έβλεπα συχνά στην παλιά «Ελευθεροτυπία», όπου μια φορά την εβδομάδα έγραφε και παρέδιδε το άρθρο του. Εκείνο που τον προβλημάτιζε πολύ, ήταν ο χώρος της Δικαιοσύνης. Ιδίως σε μια κοινωνία με αχαλίνωτη ροπή προς την παρανομία και την κατάχρηση εξουσίας.

Όποτε γινόταν, λοιπόν, λόγος για τον χώρο της Δικαιοσύνης, θυμόταν συχνά τον ευαγγελικό αναθεματισμό των νομικών από τον Ιησού (Λουκάς, ια’ 43:52):

«Ουαί ημίν τοις Φαρισαίοις, ότι αγαπάτε την πρωτοκαθεδρίαν εν ταις συναγωγαίς και τους ασπασμούς εν ταις αγοραίς, (…)Αποκριθείς δε τις των νομικών λέγει αυτώ: διδάσκαλε, ταύτα λέγων και ημάς υβρίζεις. Ο δε ειπείν: και υμίν τοις νομικοίς ουαί, (…). Ουά υμίν τοις νομικοίς, ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως. Αυτοί ουκ εισήλθετε και τους εισερχομένους εκωλύσατε».

> Ο Χριστός, λοιπόν, εξηγεί ο Μπέης, αποδοκίμασε τους νομικούς πως, ενώ κατέχουν τη γνωστική μέθοδο για την προσέγγιση και πραγμάτωση της δικαιικής αλήθειας, ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να χειριστούν σωστά την παιδεία και την πείρα τους, μήτε άλλους, που ευαισθητοποιούνται, αφήνουν να αξιοποιήσουν αυτή τη γνώση».

(*) Από το ποίημα «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη.