Δημοσίως τουλάχιστον, ο Βενιαμίν Νετανιάχου έφυγε από τη συνάντηση με τον Τραμπ χωρίς κάτι το ιδιαίτερο.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη στο παρασκήνιο και σίγουρα δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Όμως, στο προσκήνιο, κανείς δεν θα ήθελε επικοινωνιακά να βρεθεί στη θέση που βρέθηκε ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ, με τη συνέντευξη Τύπου η οποία τελικά έγινε δηλώσεις στους δημοσιογράφους, όλες από τον Τραμπ, πλην μίας του Νετανιάχου. Διάρκειας 51 λεπτών.
Όταν, προχθές, παραμονή της συνάντησης το κείμενο εδώ, για το ζήτημα αυτό, έφερε τον τίτλο «Ο Τραμπ δεν σώζει κανέναν δωρεάν», αυτό δεν ήταν προϊόν κάποιας βαθυστόχαστης ανάλυσης. Ήταν η απλή εφαρμογή της πρακτικής του Τραμπ στη διαπραγμάτευση η οποία, είτε τον γουστάρουμε είτε όχι, είναι ξεκάθαρη και μέχρι στιγμής, αποδίδει καρπούς.
Έγραφα επίσης ότι «Εάν ο Τραμπ θέλει να στείλει ένα μήνυμα στη λογική του, οι σύμμαχοί μας (εδώ όσοι είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν μηδενικούς ή εξαιρετικά χαμηλούς δασμούς στις εξαγωγές των ΗΠΑ) μπορούν να μας προσεγγίσουν, τότε το Ισραήλ είναι το καλύτερο παράδειγμα». Και αυτό ακριβώς έκανε. Εάν δημοσίως εμφανιζόταν να κάνει παραχωρήσεις στον Νετανιάχου, πέραν της δέσμευσης «θα το συζητήσουμε» για τους δασμούς, θα ακύρωνε την όλη προσπάθειά του.
Τα όσα είπε για το Ιράν και τα είπε την ώρα έστειλε και δεύτερο αεροπλανοφόρο στον Ινδικό με τα έξι «αόρατα» Stealth να περιμένουν στη βάση Diego Garcia, ήταν επίσης ακριβώς αυτό που θα ανέμενε κανείς, λαμβανομένου υπόψην ότι η προστασία του Ισραήλ από τις ΗΠΑ δεν αλλάζει (και) διότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ, μάλλον και Οίκου Τραμπ προσωπικά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ θα ακολουθήσει την άποψη του Νετανιάχου.
Ο Τραμπ θέλει να μπορεί να πει στο δικό του ακροατήριο, ότι έσπασε την παράδοση του να είναι «ο μοναδικός Πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν έχει κάνει πολέμους» διότι πραγματικά έπρεπε να το κάνει. Και να πείσει αυτό το ακροατήριο το οποίο, ας μην ξεχνάμε, τον εξέλεξε βάσει των υποσχέσεών ότι θα έβαζε μπροστά την Αμερική. Πολύ απλοϊκό αλλά αυτοί θα έκριναν τις Εκλογές. Και έτσι έγινε.
Εάν το Ιράν ενδώσει στις αναμφίβολα σκληρές απαιτήσεις του Τραμπ, εκείνος θα κερδίσει μία νίκη στο εσωτερικό έστω κι αν η Ιερουσαλήμ δεν ενθουσιαστεί και η περιοχή ολόκληρη θα παραμείνει ανήσυχη. Εάν οι μουλάδες δεν ενδώσουν τότε, ο Τραμπ «νομιμοποιείται» πια να χτυπήσει και θα κερδίσει και πάλι.
Είναι παρόμοιο με αυτό που έκανε στη Γάζα. Επέβαλε στον Νετανιάχου να σταματήσει τον Πόλεμο, προειδοποιούσε τη Χαμάς η οποία προκαλούσε ανοήτως εξευτελίζοντας τους ομήρους και αρνούμενη να τους απελευθερώσει και μετά έδωσε το πράσινο φως στον Νετανιάχου να προχωρήσει. Το είπε και χθες: αν αφήσουν τους ομήρους τελειώνει. Αν όχι…
Στο δε θέμα της Τουρκίας εκείνο το, θα χαρούμε να μεσολαβήσουμε, που είπε παρουσία του Νετανιάχου, το πιο άβολο επικοινωνιακά λεπτό των δηλώσεων για τον ισραηλινό πρωθυπουργό εννοείται, δεν ήταν άδειασμα του Ισραήλ. Είναι ξεκάθαρο πως μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ οι ΗΠΑ επιλέγουν το Ισραήλ. Η Τουρκία ωστόσο δεν είναι Ιράν. Είναι ένας προβληματικός εταίρος της Ουάσινγκτον αλλά εταίρος της είναι.
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου ζητά δύο πράγματα κυρίως σε σχέση με τους Τούρκους. Το πρώτο είναι ο τερματισμό της προσπάθειάς τους να διεισδύσουν περισσότερο στρατιωτικά στη Συρία και από εκεί στην περιοχή. Ο Τραμπ ξέρει πως δεν μπορεί να εμπιστευτεί ως σύμμαχο την Τουρκία των ισλαμιστών. Το δεύτερο είναι το ζήτημα των F-35 το οποίο επίσης είναι κόκκινη γραμμή για το Ισραήλ. Άλλωστε ο ίδιος ο Τραμπ είχε παγώσει το θέμα το 2019, όταν η Άγκυρα διανοήθηκε να περιφρονήσει τις προειδοποιήσεις του να μην αγοράσει τους S-400 από τη Ρωσία.
Όπως όμως λέγαμε και προχθές η Τουρκία έχει παραγγείλει εκατό F-35 τα οποία στοιχίζουν περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια. Έκαστο. Είναι μια αγορά – μαμούθ την οποία ο Τραμπ δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει να την αγνοεί, ούτε και να την εγκρίνει άμεσα, ολόκληρη ή ένα τμήμα της ίσως. Όσο όμως το ζήτημα παραμένει ανοιχτό και η Τουρκία καίγεται να τα πάρει, ο Τραμπ έχει ένα μεγάλο διαπραγματευτικό ατού.
Όχι μόνο με την Άγκυρα αλλά και με την Ιερουσαλήμ.
Το πρόβλημα στην υπόλοιπη Δύση και ειδικά στην Ευρώπη είναι πως οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες είναι τόσο απασχολημένες με την καταστροφολογία και τη δαιμονοποίηση του Τραμπ – αλήθεια, όπως είναι δεν είναι αρκετό; – που προσπερνούν την ουσία. Και η ουσία είναι πως αυτός είναι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Αν δεν μας κάνει, κανείς δεν πρόκειται να μας ρωτήσει. Get over it, που λένε και οι Αμερικάνοι. Κάτι που χρειάζεται να ξεπεραστεί και να χωνευτεί.
Ο Τραμπ αυτή τη στιγμή έφερε τα πάνω – κάτω στο παγκόσμιο εμπόριο με το επιχείρημα ότι πολλές χώρες και ειδικά οι Ευρωπαϊκές «εκμεταλλεύτηκαν τις ΗΠΑ» και θα εξαναγκάσει μία μετά την άλλη τις πλείστες χώρες και δυνάμεις να σπεύσουν να διαπραγματευτούν μαζί του. Και η Κίνα για τις πλείστες δεν είναι εναλλακτική.
Στη διαπραγμάτευση θα κάνει αυτό ακριβώς που ξέρει να κάνει. Αναλόγως της περίπτωσης θα δώσει λίγα (ή και όχι) και θα εκβιάσει για πολλά. Αν προτιμά κανείς τη λέξη παζάρεμα, ας τη χρησιμοποιήσει. Και σ’ αυτό ειδικά το σημείο είπε κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι όσες χώρες πάνε για να διαπραγματευτούν μαζί του θα παραμείνουν «φίλοι μας» και όσες δεν το κάνουν «δεν θέλουμε πλέον να έχουμε να κάνουμε τίποτα μαζί τους». Ούτε, επί παραδείγματι, να τους δίνουμε τεράστια στρατιωτική βοήθεια που χρειάζονται για επιβιώσουν τα καθεστώτα τους ή και οι ίδιες από εξωτερικούς εχθρούς. Ιδιαίτερη εξήγηση δεν θέλει.
Με τεράστιες ζημιές στην παγκόσμια οικονομία και για τις ΗΠΑ; Με ένα τεράστιο ρίσκο για τη χώρα του επίσης; Το στοίχημα του αφορά το MAGA. Make America Great Again. Το να κάνει και πάλι δηλαδή «μεγάλη» την Αμερική. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως παρά το ρίσκο οι οπαδοί του θα δουν ολόκληρο τον πλανήτη να πηγαίνει στον Πλανητάρχη. Ο οποίος, ευφυέστατα, καλλιέργησε και καλλιεργεί την εικόνα ότι ο προκάτοχός του ήταν ένας ανόητος, γεροξεκούτης και πως και οι άλλοι προκάτοχοί του, είναι περίπου το ίδιο. Υπονοώντας κυρίως τον Ομπάμα και τον Κλίντον αλλά και τον Μπους τον νέοτερο με τον οποίο οι σχέσεις του ποτέ δεν ήταν καλές. Αρχής γενομένης από το 2016 όταν ο πρεσβύτερος Μπους είχε πει ότι ψήφισε τη Χίλαρι Κλίντον γιατί o Τραμπ ήταν ένας “blowhard”. Μια λέξη που περιγράφει, με καθόλου κομψό τρόπο, έναν άνθρωπο πολύ πομπώδη αλλά και υπερφίαλο. Αυτόν που στα ελληνικά περιγράφει η λέξη «παπάρας».
Παρενθετικά: Η λέξη προέρχεται από την παπάρα ή ποπάρα, ένα πιάτο ευρέως διαδεδομένο στα Βαλκάνια με ψωμί ή παξιμάδι μουλιασμένο σε γάλα ή νερό, συνήθως για πρόγευμα. Και όχι από εκείνο που συνήθως νομίζει ο κόσμος.
Η Realpolitik στο πιο απόλυτό της συναντά, λοιπόν, τον πλέον ακραίο επιχειρηματικό κυνισμό σε μια εποχή όπου το παιγνίδι για παγκόσμια υπεροχή διεξάγεται ήδη με άλλους όρους. Εδώ και καιρό. Τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες – αυτής της σχολής – αναδιπλώνονται.
Το πού θα μας βρει το αύριο κανείς δεν το ξέρει. Και πάλι κανείς δεν θα μας ρωτήσει. Όμως, ως Ευρωπαίοι, βλέποντας τον Τραμπ χθες, από τη μία να κράζει τη μία δύναμη μετά την άλλη αλλά στο τέλος να έχει να πει και μια καλή κουβέντα και από την άλλη να βγάζει τα απωθημένα του με την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να πει τίποτα το θετικό, έχουμε μάλλον περισσότερους λόγους να ανησυχούμε αλλά και να σκεφτόμαστε πώς μπορούμε να προσαρμοστούμε στο τσουνάμι που ξεκίνησε μιλώντας με την Ουάσινγκτον σε όρους αξιοπρεπείς και στη λογική του απογαλακτισμού.
Αντί να γινόμαστε πιο εσωστρεφείς και να αναλωνόμαστε στα ad hominem για τον ίδιο τον Τραμπ, κουραστικά και εμμονικά. Πρακτικά, δεν έχει καμία σημασία αυτό. Και δίνει τροφή στους θαυμαστές του Τραμπ στην Ευρώπη. Ενωμένους πια και στα δύο άκρα.
*Ανταποκριτής, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΕΡΤ