Θα προχωρήσει ή όχι η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης- Κύπρου; Με βάση τα όσα μεταδίδονται από την Αθήνα, η ελλαδική πλευρά παρουσιάζεται αυτή τη φορά αποφασισμένη να προχωρήσει στην υλοποίηση του έργου αυτού. Στην αντίπερα όχθη, με βάση τα όσα μεταδίδονται από την Τουρκία, η κατοχική δύναμη διαμηνύει πως θα αντιδράσει, στην περίπτωση κατά την οποία θα προχωρήσει η υλοποίηση του σχεδιασμού.
Όλα αυτά θα κριθούν στην πράξη και η κάθε πλευρά θα αξιολογηθεί με το πώς θα προχωρήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση, που δεν είναι αποκομμένη από τα όσα διαδραματίζονται ευρύτερα στο Αιγαίο αλλά και στην Κύπρο. Για την Ελλάδα προφανώς και συνιστούν μονόδρομο τα επόμενα βήματα. Είναι θέμα άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της ενώ το έργο έχει και προδήλως οικονομική διάσταση.
Δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, όπως τον περασμένο Ιούλιο, όταν τα ερευνητικά σκάφη παρεμποδίστηκαν από την κατοχική δύναμη και η Αθήνα δεν αντέδρασε. Εάν επαναληφθεί σκηνικό Ιουλίου, τότε θα είναι μια επιτυχία της Άγκυρας. Θα είναι εν πολλοίς επανάληψη της πρακτικής της επιβολής, της πολιτικής των κανονιοφόρων, και της τουρκικής… λογικής πως «τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή της» ή χωρίς τη δική της «άδεια». Τότε, σε αυτή την περίπτωση, τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος θα βρεθούν στα αζήτητα και η κατοχική Τουρκία θα επιβάλλει την επεκτατική της πολιτική. Και πρόκειται για ένα
ζήτημα, οικονομικής δραστηριότητας στην ανοιχτή θάλασσα.
Είναι σαφές πως στο Great Sea Interconnector έχουν επενδυθεί πολλά και δεν είναι εύκολο να «παγώσει» το όλο έργο επειδή παρεμποδίζει η Τουρκία την υλοποίηση του. Έχουν επενδυθεί χρήματα, που είναι πολλά. Την ίδια ώρα, διαμορφώθηκε και ένας σχεδιασμός, ο οποίος έχει γεωπολιτικά χαρακτηριστικά, προσφέροντας με βάση όσα υποστηρίζουν αυτοί που εκπόνησαν το όλο εγχείρημα, στρατηγικό βάθος. Είναι ένα θέμα ενεργειακής ασφάλειας για τις χώρες που συμμετέχουν.
Είναι γνωστό πως η Άγκυρα αναμένοντας τα επόμενα βήματα από ελλαδικής πλευράς έσπευσε να προλάβει εξελίξεις. Υιοθετώντας την πάγια τακτική του εκφοβισμού και των απειλών, η κατοχική δύναμη έστειλε, διά διαρροών σε τουρκικά ΜΜΕ, συστημένο μήνυμα προς την Αθήνα, υποστηρίζοντας ότι θα αντιδράσει σε «μονομερή βήματα (!) προκλητικά» προσθέτοντας ότι «θα προστατεύσει τα δικαιώματα της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο».
Προηγήθηκαν, όπως είναι γνωστό, συναντήσεις των δυο υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος και Τουρκίας, Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, πλην όμως δεν φαίνεται να προέκυψε συνεννόηση επί του θέματος. Άλλωστε θα ήταν λάθος η όποια συζήτηση καθώς θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα στην Άγκυρα, η οποία θα μπορούσε- επειδή δεν είναι καλών προθέσεων- να θεωρήσει πως εγείροντας το θέμα η Αθήνα, ζητά την «άδεια της Άγκυρας» για να προχωρήσει.
Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί αυτή τη φορά να κάνει πίσω. Ενδεχομένως σε αυτή τη φάση, με όσα διαδραματίζονται στην περιοχή, αλλά και στο εσωτερικό της Τουρκίας, τα δεδομένα να είναι πιο ευνοϊκά να προχωρήσει η ελληνική πλευρά. Αλλά ανεξαρτήτως των όποιων συνθηκών, γεωπολιτικών δεδομένων, για την Ελλάδα η επανέναρξη των ερευνών πρέπει να προχωρήσει χωρίς ενδοιασμούς και δεύτερες σκέψεις. Να προχωρήσει κι εάν χρειαστεί τα ερευνητικά να συνοδεύονται από σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού.
Και να αντιδράσει εάν η Τουρκία αποφασίσει να κάνει παράλληλες έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές, οι οποίες επηρεάζουν τους σχεδιασμούς του έργου, Great Sea Interconnector. Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο.
Η τουρκική συμπεριφορά αποτελεί εκδήλωση ενός νέο-οθωμανικού αναθεωρητισμού. Ενός ιδεολογήματος, μεγαλεπήβολου σχεδίου, που θέλει την Τουρκία να είναι «περιφερειακή υπερδύναμη». Αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να συνεχίζεται ανενόχλητα. Όταν η Άγκυρα εκλαμβάνει τη μη αντίδραση ως αδυναμία, τότε θα κλιμακώσει τις αμφισβητήσεις και θα προχωρήσει και στα επόμενα βήματα, μέσα από τα οποία θα υλοποιούνται οι επεκτατικοί σχεδιασμοί της. Η ακραία ρητορική της κατοχικής δύναμης, η επίδειξη ισχύος, δεν μπορεί να παραμένει αναπάντητη, τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κύπρο. Και από τα δυο κράτη μαζί.