Πριν έξι χρόνια ένα 14χρονο παιδί βρέθηκε απαγχονισμένο στο κτηνοτροφικό υποστατικό του πατέρα του. Έβαλε το ίδιο τέλος στη ζωή του μη αντέχοντας τις κακοποιητικές συνθήκες στις οποίες ζούσε, οι οποίες όταν έγιναν γνωστές σόκαραν την κυπριακή κοινωνία. Το παιδί, όπως και ολόκληρη η οικογένεια ήταν υπό την φροντίδα του Γραφείου Ευημερίας, ενώ συχνά πυκνά γίνονταν καταγγελίες στην αστυνομία από τη μητέρα του παιδιού, που στο τέλος έφυγε από το σπίτι για να σωθεί. Μετά την αυτοκτονία του 14χρόνου, η Επίτροπος Διοίκησης προέβη σε έρευνα για να διαπιστώσει τυχόν ευθύνες κρατικών υπηρεσιών: εκπαιδευτικών, αστυνομίας, υπηρεσιών ευημερίας. Όπως διάφανη το σχολείο ήταν για αυτόν καταφύγιο, έβρισκε κατανόηση, συμπαράσταση και ενθάρρυνση από τους εκπαιδευτικούς. Αντίθετα, αστυνομία και υπηρεσία ευημερίας, δεν έδρασαν όπως όφειλαν. Το πόρισμα των 139 σελίδων μιλούσε για πλημμελή άσκηση καθήκοντος. «Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, που χειριζόταν την υπόθεση, επέδειξε τεράστια παράλειψη στην εκτίμηση κινδύνου η οποία συνδέεται με τόση αδιαφορία που μπορεί να χαρακτηριστεί εγκληματική», αναφερόταν στην έκθεση.

Έξι χρόνια μετά, μια παρόμοια ιστορία συγκλονίζει την κυπριακή κοινωνία. Πέντε παιδιά, που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, καταγγέλλουν τους γονείς τους για κακοποίηση. Το ένα εξ αυτών, μάλιστα, μιλά για σεξουαλική κακοποίηση. Η περίπτωση κρίθηκε τόσο σοβαρή που στάλθηκε απευθείας στο Κακουργιοδικείο. Κι αυτή η οικογένεια ήταν υπό τη φροντίδα των υπηρεσιών Ευημερίας ή είχαν οι υπηρεσίες επίγνωση των συνθηκών στις οποίες ζούσε η οικογένεια.  

Ανάμεσα στις δύο αυτές περιπτώσεις υπήρξαν πολλές άλλες. Μόνιμη δικαιολογία των υπηρεσιών είναι η έλλειψη προσωπικού. Πιθανόν να έχουν και κάποιο δίκαιο. Τα κοινωνικά προβλήματα αυξάνονται διαρκώς και γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Ωστόσο δεν μπορεί αυτό να αποτελεί άλλοθι. Και στις δύο περιπτώσεις, κάποια στιγμή τα παιδιά μίλησαν στο σχολικό περιβάλλον: σε εκπαιδευτικούς, σε ψυχολόγους, σε συμμαθητές. Πράγμα που σημαίνει, πως οι υπηρεσίες Ευημερίας, με τον τρόπο που λειτουργούν, δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των παιδιών ώστε αυτά να ανοιχτούν και να μιλήσουν. Από τις εκ των υστέρων έρευνες καταδεικνύεται πως οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες που εμπλέκονται δεν έχουν ουσιαστική επαφή μεταξύ τους ώστε να ενημερώνονται και να συνεργάζονται.

Πολλές φορές ευθύνες αποδίδονται και στην κοινότητα που βλέπει και δεν μιλά. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξαν μαρτυρίες πως περίοικοι είχαν επικοινωνήσει με τις αρμόδιες υπηρεσίες αλλά δεν λήφθηκαν υπόψιν.

Η υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, ερωτηθείσα για τη νέα περίπτωση που ήρθε στην επιφάνεια, παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη (ή καλύτερα κρύφτηκε πίσω από τη Δικαιοσύνη). Η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της, αλλά δεν είναι απλά θέμα Δικαιοσύνης κι ούτε είναι μία μεμονωμένη περίπτωση. Το ερώτημα είναι τι κάνει το υφυπουργείο;