Τα φώτα σβήνουν. Όπως κάθε 1η Απριλίου. Με αργό ρυθμό, που θυμίζει ιεροτελεστία, τα λυγερόκορμα παλληκάρια βγαίνουν από το χρυσοποίκιλτο παλάτι της Ελευθερίας. Ο καθένας κρατάει αναμμένο ένα κερί και στέκεται σε στάση προσοχής. Αμίλητος, σκυθρωπός αλλά αγέρωχος. Όλοι ντυμένοι στα μαύρα. Σαν σε κηδεία. Καμία σχέση με το λαμπερό χώρο από τον οποίο εξήλθαν.

Τι ειρωνεία. Στα Φυλακισμένα Μνήματα, εκεί όπου βρίσκονται οι τάφοι των ηρώων του 1955-59, εκεί όπου θα ταίριαζε το μαύρο, μαζεμένοι διάφοροι πολιτικοί. Ντυμένοι με ατσαλάκωτα κουστούμια και μοντέρνα ταγέρ. Στριμώχνονται. Προσπαθούν να εξασφαλίσουν την καλύτερη θέση στην πρώτη γραμμή. Στο κέντρο. Ώστε καμία κάμερα να μην μπορεί να μην τους έχει σε πρώτο πλάνο.

Στο χώρο με τα μαύρα, ένας ηλικιωμένος ρασοφόρος βγαίνει μπροστά. Ανοίγει ένα βιβλίο. Με ζηλευτή λεβεντιά αρχίζει να διαβάζει: Γρηγόρης Αυξεντίου: «Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πώς πεθαίνουν». Ένας από τους συγκεντρωθέντες έκανε δυο βήματα μπροστά. Ο ρασοφόρος συνεχίζει: Κυριάκος Μάτσης: «Όχι, δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας». Ένας ακόμη έκανε κι αυτός δυο βήματα μπροστά.

Στο χώρο με τους καλοντυμένους, ο τελετάρχης αρχίζει να διαβάζει ονόματα πολιτικών. Ένας-ένας βγαίνουν μπροστά. Πηγαίνουν στο μνημείο και τοποθετούν στεφάνια. Τι ύφος αλήθεια. Εξόφθαλμα συγκεντρώνουν όλες τις δυνάμεις τους ώστε να εμφανίσουν το πιο σοβαρό ύφος που είχαν ποτέ. Παράλληλα, και το πιο θλιμμένο που είχαν ποτέ. Έτσι επιβάλλει ο ρόλος τους. Μάστερ πολιτικός αυτό σημαίνει. Να κατορθώσεις να συνδυάσεις το μέγιστο σοβαρό με το μέγιστο θλιμμένο. Ο κορυφαίος έχει τις περισσότερες πιθανότητες να πείσει μερικούς ανυποψίαστους πολίτες. Βεβαίως, οι ανυποψίαστοι ολοένα και λιγοστεύουν…

Στο χώρο των μαυροφορεμένων, ο ρασοφόρος Παπάσταυρος Παπαγαθαγγέλου, λες και κάνει προσκλητήριο νεκρών συνδυάζοντας το κάθε όνομα με ένα μετάλλιο ηρωισμού… Δημητρίου: «Δεν με φοβίζει ο θάνατος, γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στη σκλαβιά». Πατάτσος: «Ευρίσκομαι μεταξύ των αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου». Κουτσόφτας: «Οι μόνες λέξεις που μπορούν να ακούσουν απ’ τα χείλη μας οι δυνάστες είναι αυτές: Ελευθερία ή θάνατος». Μαυρομμάτης: «Θέλω να ξέρετε πως ο γιός και αδελφός σας, πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερό όρκο που έδωσε να θυσιαστεί χάριν της ελευθερίας της Κύπρου».

Μια ακατανόητη δύναμη συνεχίζει να με μεταφέρει από τη μια τελετή στην άλλη. Πασχίζοντας να μου περάσει κάποιο μήνυμα. Πίσω πάλι στην τελετή των κουστουμαρισμένων. Έχουν αρχίσει τις δηλώσεις. Συντηρούν ακόμη εκείνο το σοβαροθλιμμένο ύφος. Ακούω τις δηλώσεις τους. Συναγωνίζονται ποιος ή ποια θα πετάξει τις πιο υψηλές κορώνες. Την πιο ηχηρή ατάκα, γαρνιρανισμένη με περισσή πατριδοκαπηλία.

Αυτή τη φορά έφυγα μόνος μου. Πριν προλάβει η πανίσχυρη δύναμη να με μεταφέρει εκείνη. Επιστρέφω στη λιτή τελετή. Των μαυροφορεμένων. Εκεί όπου δεν δονούν την ατμόσφαιρα βαρύγδουπες τοποθετήσεις. Φορτωμένες από τόνους υποκρισίας. Ο Παπάσταυρος Παπαγαθαγγέλου, ο σπουδαίος εκείνος πατριώτης, που όρκιζε τα παλληκάρια της ΕΟΚΑ για να εισέλθουν στον πανωραίο αγώνα συνεχίζει…

107 ονόματα. 107 παλληκάρια. 107 αθάνατοι. Τόσα ήσαν τα ονόματα τα οποία ανέγνωσε. Ανάμεσα τους κι ένας επτάχρονος, ο Δημητράκης Δημητριάδης! Όλοι θυσιασθέντες για το όνειρο της ενώσεως με την Ελλάδα. Εκείνο το όνειρο ήταν που θέριευε τις καρδιές τους με αποτέλεσμα να αντικρίζουν το τρομακτικό πρόσωπο του Χάρου με το χαμόγελο στα χείλη.

Δεν πρόλαβα να χορτάσω σεμνότητα. Αυθεντικό πατριωτισμό. Ξανά πίσω στο χώρο όπου η υποκρισία αφθονεί. Οι συγκεντρωθέντες εκεί συνεχίζουν τις δηλώσεις. Ωιμέ! Τους ακούω και δεν πιστεύω στα αφτιά μου. Δοξάζουν τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τους ήρωες. Ανάμεσά τους και κάποιοι που είχαν ψηφίσει το νόμο για να μην περιλαμβάνεται το Ενωτικό Δημοψήφισμα στους σχολικούς εορτασμούς.

Δεν αντέχεται τόση κατάπτωση. Το κρεσέντο των δοξασιών τους για τους ήρωες του 1955 φτάνει σε ύψος που τρυπάει τα αφτιά. Ξεχνάνε ότι μόλις πέρσι παρ’ ολίγον να μας εξοντώσουν όταν δήλωναν «…αρκετά με αυτό το θέμα κάθε χρόνο, αν θα πάμε ή δεν θα πάμε στο μνημόσυνο του οποιουδήποτε. Έχουμε τόσα θέματα να διαχειριστούμε και θα συζητούμε τώρα για το 1955 και το 1821; Φτάνει, νομίζω».

Πόση υποκρισία Θεέ μου… Επέστρεψα στην ταπεινή τελετή. Αποφασισμένος να παλέψω με τη δύναμη εκείνη που με ανάγκασε να αισθάνομαι τα πνευμόνια έτοιμα να εκραγούν από την οργή… Να μην την αφήσω να με μεταφέρει ξανά στον κόσμο των τιποτένιων ηγετίσκων.

Βασανιστικά τα ερωτηματικά. Πώς αντέχουν όλοι αυτοί οι ήρωες τόση υποκρισία, που αγγίζει τα όρια της αγυρτείας; Πώς αντέχουν και δεν πάνε να τους φτύσουν; Πώς αντέχουν κάθε χρόνο να τους βλέπουν να καπηλεύονται τη θυσία τους; Δεν τους ρώτησα τελικά. Δεν τόλμησα να μιάνω τη μυσταγωγία τους…

Απομακρύνθηκα ψιθυρίζοντας τους στίχους του τεράστιου Μόντη: «Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου/ να καθαρίσουμε το δικό μας/ να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου/ να μπολιάσουμε το δικό μας». Αυτοί μου δίδουν κάθε Πρωταπριλιά δύναμη να συνεχίζω… Να ελπίζω…